Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πετσοκόβω πε-τσο-κό-βω ρ. (μτβ.) {πετσόκο-ψα, -φτηκε κ. -πηκε, -μμένος, πετσοκόβ-οντας} (προφ.) 1. κατακομματιάζω κάτι, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω: Το ~ψες το ύφασμα. Πβ. κατατεμαχίζω. 2. κατασφάζω, κατακρεουργώ: Τους ~ψαν στον πόλεμο.|| (μτφ.) Μας ~ψε στο διαγώνισμα (= τσεκούρωσε). 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) περικόπτω δραστικά, μειώνω, ελαττώνω: ~ουν δικαιώματα/μισθούς. ~ψαν το κείμενό μου. ~μμένη: δήλωση/έκδοση. ~μμένο: έργο. Πβ. ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω. 4. (μτφ.) προκαλώ τραύματα, συνήθ. από αδεξιότητα: Ο γιατρός τον ~ψε. Πβ. κατακόβω. [< μεσν. πετσοκόβγω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.