Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πηγή πη-γή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο, άνοιγμα γης από όπου αναβλύζει νερό· συνεκδ. το ίδιο το τρεχούμενο νερό: παράκτιες/υπόγειες/υποθαλάσσιες/φυσικές ~ές. ~ές υδροδότησης. Οι ~ές ενός ποταμού. Νερό από την ~. Στέρεψε η ~.|| Γάργαρη/δροσερή (= δροσο~)/κρύα/κρυστάλλινη ~. Πβ. κρήνη, νάμα, νερομάνα. Βλ. υδροφορέας.|| ~ πετρελαίου (= πετρελαιο~). 2. (μτφ.) καθετί από το οποίο προέρχεται, προκύπτει ή προκαλείται κάτι· προέλευση, αιτία: (για πρόσ.) Είναι μια ανεξάντλητη/αστείρευτη ~ γνώσεων/δημιουργίας/χιούμορ.|| Κάτι αποτελεί/συνιστά (διαρκή/μόνιμη) ~ άγχους/ανεφοδιασμού/ανησυχίας/έμπνευσης/έντασης/εσόδων/ζωής/κέρδους/πληροφόρησης/ρύπανσης/συμφορών/χρηματοδότησης. Τα φρούτα είναι βασική/πλούσια/σημαντική ~ βιταμινών/ιχνοστοιχείων/αντιοξειδωτικών ουσιών.|| (ΦΥΣ.) Ηλεκτρική (: γεννήτρια ή μπαταρία)/ραδιενεργή (: στοιχείο, σώμα, ουσία) ~. Φυσική (: ήλιος, φωτιά)/τεχνητή (: λαμπτήρας, λυχνία) φωτεινή ~/~ φωτός. Αναλογική/ψηφιακή ~ ήχου (: κασέτα/σιντί, αντίστοιχα). ~ ακτινοβολίας/θερμότητας/θορύβου/ρεύματος. Βλ. ραδιο~. 3. ΦΥΣ. ηλεκτρόδιο από το οποίο διαρρέει το ηλεκτρικό ρεύμα. 4. ΑΝΑΤ. καθεμιά από τις δύο μαλακές περιοχές στο κεφάλι του μωρού, στις οποίες τα οστά του κρανίου δεν έχουν ενωθεί ακόμα τελείως: οπίσθια/πρόσθια ~.πηγές (οι) (μτφ.) 1. πρόσωπα που δίνουν, συνήθ. συστηματικά, πληροφορίες σε κάποιον για κάτι: Ανώνυμες/αξιόπιστες/δημοσιογραφικές/διπλωματικές/έγκυρες/ενημερωμένες/επίσημες/κυβερνητικές/(καλά) πληροφορημένες ~ αναφέρουν/υποστηρίζουν ότι ...|| Δεν αποκαλύπτει την ~ή του. Σύμφωνα με απόρρητη ~ή ... 2. κείμενα που παρέχουν άμεσες ιστορικές μαρτυρίες για γεγονότα που συνέβησαν ή συνιστούν μέσο συλλογής στοιχείων για επιστημονική έρευνα: αρχαίες/βυζαντινές ~ (: επιγραφές, πάπυροι, χειρόγραφα). Βιβλιογραφικές/(δια)δικτυακές/έντυπες/ηλεκτρονικές/λογοτεχνικές ~. Πρωτογενείς/δευτερογενείς ~. Οι ~ της ιστορίας. Γραπτές και προφορικές ~. Ανάλυση/αξιοποίηση/έλεγχος/κριτική των ~ών. Παράθεση ~ών. Αποσπάσματα από ~. Διδασκαλία (μέσα) από τις ~. Πρόσβαση στις ~. Aνατρέχω/βασίζομαι στις ~. Βλ. ντοκουμέντο, παράθεμα. [< γαλλ. sources] ● ΣΥΜΠΛ.: ιαματική πηγή: μεταλλική πηγή με θεραπευτικές ιδιότητες (για την αντιμετώπιση π.χ. της υπέρτασης, δερματικών, ρευματικών ή αναπνευστικών παθήσεων): θερμή ~ ~ (πβ. θερμοπηγή). Θειούχες ~ές ~ές. Βλ. λουτρο-, υδρο-θεραπεία. ΣΥΝ. λουτροπηγή, μεταλλική πηγή: που βγάζει μεταλλικό νερό. [< γαλλ. source minérale] , ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας βλ. ανανεώσιμος, αρτεσιανό φρέαρ/πηγάδι βλ. αρτεσιανός, Ζωοδόχος Πηγή βλ. ζωοδόχος, πηγή ιόντων βλ. ιόν, πλουτοπαραγωγικές πηγές βλ. πλουτοπαραγωγικός, συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός ● ΦΡ.: γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος βλ. γλώσσα, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, η πηγή/η ρίζα του κακού βλ. κακό [< 1: αρχ. πηγή 2,3: γαλλ. source 4: γαλλ. fontanelle]

ανανεώσιμος

ανανεώσιμος, η, ο [ἀνανεώσιμος] α-να-νε-ώ-σι-μος επίθ.: που μπορεί να ανανεωθεί: ~η: άδεια/θητεία (των μελών του ΔΣ)/σύμβαση. ~ο: δυναμικό.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~οι: ενεργειακοί/φυσικοί πόροι (ΑΝΤ. εξαντλήσιμοι, π.χ. πετρέλαιο). ~ες: πρώτες ύλες. ~α: αποθέματα/καύσιμα (βλ. βιοκαύσιμα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας: ΟΙΚΟΛ. που είναι πρακτικά ανεξάντλητες, ικανές να υποκαταστήσουν πολλές από τις συμβατικές πηγές ενέργειας και δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον (δηλ. η ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμική, η υδραυλική, η θαλάσσια ενέργεια και η ενέργεια από βιομάζα): Παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ~ ~. ΣΥΝ. ήπιες μορφές/πηγές ενέργειας [< αγγλ. renewable sources of energy, 1974] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός [< αγγλ. renewable, 1971]

αρτεσιανός

αρτεσιανός, ή, ό [ἀρτεσιανός] αρ-τε-σι-α-νός επίθ.: ΥΔΡΟΓΕΩΛ. συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αρτεσιανό φρέαρ/πηγάδι & αρτεσιανή πηγή: από το οποίο το νερό αναβλύζει με φυσικό τρόπο, χωρίς άντληση. [< γαλλ. puits artésien]

βρύση

βρύση βρύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στο άκρο σωλήνα που μεταφέρει πόσιμο νερό και ρυθμίζει τη ροή του (άνοιγμα-κλείσιμο): ~ μπανιέρας/νεροχύτη/νιπτήρα. Μπαταρία ~ης. Ανοίγω/κλείνω τη ~. Η ~ στάζει/τρέχει. Θέλετε νερό της ~ης ή εμφιαλωμένο; Βλ. κάνουλα. 2. κατασκευή από την οποία αναβλύζει τρεχούμενο και συνήθ. πόσιμο νερό: ~ στην πλατεία του χωριού. Δημόσιες/κοινόχρηστες ~ες. Πηγές, ~ες και ρυάκια. Πβ. κρήνη, κρουνός. 3. (μτφ.-λογοτ.) σε μεγάλη ποσότητα, άφθονα: Τα μάτια της έτρεχαν (σαν) ~ες. ΣΥΝ. ποτάμι (2) ● Υποκ.: βρυσάκι (το), βρυσούλα (η) ● ΦΡ.: έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό: για κάποιον που πλησιάζει στην επίτευξη ενός στόχου, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να τον υλοποιήσει., έχετε γεια βρυσούλες (προφ.-λαϊκό): για κάποιον που φεύγει ή για ευκαιρία που έχει χαθεί. [< μεσν. βρύση]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

ζωοδόχος

ζωοδόχος, ος, ο ζω-ο-δό-χος επίθ. (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Ζωοδόχος Πηγή ΕΚΚΛΗΣ. 1. προσωνυμία της Θεοτόκου· συνεκδ. ονομασία ναών και μονών αφιερωμένων σε Αυτή(ν). 2. (στην εκκλησιαστική ζωγραφική) απεικόνιση της Παναγίας με τον Ιησού βρέφος να βρίσκονται πάνω σε πηγή ή αγίασμα. Βλ. -δόχος. [< μτγν. ζωοδόχος]

ιόν

ιόν [ἰόν] ι-όν ουσ. (ουδ.) {ιόντ-ος | -α, -ων, συνήθ. στον πληθ.}: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. άτομο ή ομάδα ατόμων που αποκτά αρνητικό ή θετικό φορτίο από την πρόσληψη ή απώλεια ηλεκτρονίων αντίστοιχα: μεταλλικά/μοριακά/νιτρικά/φωσφορικά/χλωριούχα ~α. ~α αργύρου/ασβεστίου/λιθίου/οξυγόνου/σιδήρου/υδρογόνου. Ανταλλαγή/δέσμη/εκπομπή/ζεύγος (: αντίθετα φορτισμένων)/μεταφορά ~ων. Μπαταρία ~ων λιθίου. Βλ. αν~, κατ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανή ιόντων: ΤΕΧΝΟΛ. η οποία μέσω ηλεκτρικών εκκενώσεων παράγει μείγμα θετικά φορτισμένων σωματιδίων και δίνει ώθηση σε πύραυλο., πηγή ιόντων: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ηλεκτρομαγνητική συσκευή ιονισμού μορίων αέρα και εκπομπής τους με τη μορφή δέσμης ακτινοβολίας., συγκέντρωση ιόντων: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. (σε αέριο ή υγρό διάλυμα) ο αριθμός ιόντων ανά μονάδα όγκου. [< αγγλ.-γαλλ. ion < αρχ. ἰόν, μτχ. ενεστ. του ρ. εἶμι ‘πηγαίνω, έρχομαι’]

κακό

κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]

ντοκουμέντο

ντοκουμέντο ντο-κου-μέ-ντο ουσ. (ουδ.): καθετί που μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο για ένα γεγονός, κυρ. ιστορικής ή κοινωνικοπολιτικής σημασίας: επίσημο/ηχητικό/κοινωνικό/οπτικοακουστικό/συγκλονιστικό/φωτογραφικό ~. Αδιάσειστα/αυθεντικά ~α. Σπάνια ~α της εποχής/από τον πόλεμο. (ως παραθετικό σύνθ.) Βίντεο-/λεύκωμα-/ταινία-/φωτογραφία-~. Μαρτυρίες-~α. Βλ. πηγή. [< ιταλ. documento]

πλουτοπαραγωγικός

πλουτοπαραγωγικός, ή, ό πλου-το-πα-ρα-γω-γι-κός επίθ.: που αποφέρει πλούτο: ~οί: πόροι. Πβ. πλουτοφόρος. Συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πλουτοπαραγωγικές πηγές: που αποτελούν πηγή εσόδων για έναν τόπο, μια χώρα, όπως τα ορυκτά, ο τουρισμός, η αλιεία, η γεωργία.

συμβατικός

συμβατικός, ή, ό συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που είναι αποτέλεσμα επίσημης σύμβασης ή κοινής συμφωνίας ή συμφωνεί με τις κοινωνικές συμβάσεις· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) τυπικός, χωρίς ουσία: (ΝΟΜ.) ~ός: διακανονισμός (: κοινοπραξία)/μισθός/χρόνος παράδοσης (ενός έργου). ~ή: αξία (ενός αυθαιρέτου)/ελευθερία. ~ό: δίκαιο/ωράριο εργασίας. ~οί: όροι. ~ές: υποχρεώσεις. ~ά: δικαιώματα. Διεθνές ~ό πλαίσιο (για τις κλιματικές αλλαγές). Βλ. προ~.|| ~ή: ονομασία/χρήση (ενός όρου). Η διόρθωση γίνεται με ~ά σύμβολα. Πβ. αυθαίρετος, τεχνητός. Βλ. φυσικός.|| ~ός: άνθρωπος (πβ. κομφορμιστής)/γάμος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά/σχέση. Πβ. κομφορμιστικός. ΑΝΤ. αντικομφορμιστικός, αντι~. 2. του οποίου η κατασκευή ή η χρήση είναι παραδοσιακή, συνηθισμένη, γενικευμένη: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/πόλεμος (: με ~ά όπλα). ~ή: εικόνα/εκπαίδευση (βλ. εξ αποστάσεως)/ιατρική (ΑΝΤ. εναλλακτική, ομοιοπαθητική)/μέθοδος (= καθιερωμένη, κλασική, ορθόδοξη. ΑΝΤ. ανορθόδοξη)/τεχνολογία/φωτογραφία (ΑΝΤ. ψηφιακή). ~ό: αυτοκίνητο (βλ. υβριδικός)/πλοίο (βλ. καταμαράν)/ταχυδρομείο (βλ. ιμέιλ)/υλικό για διδασκαλία (βλ. πολυμεσικός). ~ές: πινακίδες. ~ά: καύσιμα/μέσα/προϊόντα (βλ. βιολογικός). ● επίρρ.: συμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβατικά όπλα: ΣΤΡΑΤ. όπλα που συνήθ. χρησιμοποιούνται στους πολέμους, κατ' αντιδιαστολή προς τα πυρηνικά, τα βιολογικά ή τα χημικά. [< αγγλ. conventional weapons, 1952] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας: που εξαντλούνται σταδιακά και επιβαρύνουν το περιβάλλον (άνθρακας, βενζίνη, λιγνίτης, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο). Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. conventional energy sources] [< αρχ. συμβατικός, γαλλ. conventionnel, αγγλ. conventional]

υδροφορέας

υδροφορέας [ὑδροφορέας] υ-δρο-φο-ρέ-ας ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΛ. γεωλογικός σχηματισμός που επιτρέπει τη διέλευση και αποθήκευση νερού στη μάζα του: καρστικός/παράκτιος/υπόγειος ~. Στάθμη του ~έα. [< γαλλ. aquifère, αγγλ. aquifer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.