Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πηγαινοέρχομαι πη-γαι-νο-έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.}: πηγαίνω και επιστρέφω από κάπου πολλές φορές: Κάθε μέρα ~εται στη δουλειά. Τα Σαββατοκύριακα ~ονται στο χωριό.|| Φάκελοι ~ονται από γραφείο σε γραφείο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.