Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πηκτικός , ή, ό πη-κτι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με το πήξιμο ή το προκαλεί: ~ή: ουσία. 2. ΙΑΤΡ. που επιταχύνει ή επισπεύδει την πήξη του αίματος: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: νέκρωση. ΑΝΤ. αντιπηκτικός [< 1: μτγν. πηκτικός, γαλλ. coagulant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.