Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • πιάνο1 πιά-νο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. έγχορδο μουσικό όργανο το οποίο αποτελείται από κάσα ως εξωτερική επένδυση, πλήκτρα συνδεδεμένα με μαλακά σφυράκια που χτυπούν πάνω σε μεταλλικές χορδές, παράγοντας χαρακτηριστικούς ήχους, και τρία πεντάλ, για να παρατείνεται ο ήχος ή για να γίνεται πιο σιγανός ή απαλός: όρθιο ~ ή ~ τοίχου (= κλασικό ~). Ηλεκτρικό/ψηφιακό ~. Μηχανικό ~ (= πιανόλα). Κάθισμα ~ου. Δεξιοτέχνης του ~ου. Παρτιτούρες/σονάτα για ~. Σόλο ~. Κοντσέρτο για ~ και ορχήστρα. Συνθέσεις για δύο ~α. Κουρδίζω το ~. Ερμήνευσε στο ~ έργα του ... (Συνοδεύει) στο ~ η ... Βλ. αρμόνιο, εκκλησιαστικό όργανο, φoρτεπιάνο.|| Βραδιά/ρεσιτάλ ~ου.|| (ως επίθ.) ~ μπαρ/ρεστοράν (: όπου παίζεται ζωντανή μουσική, κυρ. με ~). ΣΥΝ. κλειδοκύμβαλο ● Υποκ.: πιανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: πιάνο με ουρά: με οριζόντια επιμήκη κάσα (στο σχήμα άρπας) και τρία πόδια, το οποίο παράγει ήχο μεγαλύτερης έντασης από τα αντίστοιχα όρθια. [< γαλλ. piano à queue ] [< ιταλ. piano]
  • πιάνο2 πιά-νο επίρρ. {άκλ.}: ΜΟΥΣ. (κυρ. ως οδηγία σε παρτιτούρα) σιγά, απαλά (σύμβ. p): Η ορχήστρα παίζει ~. ΑΝΤ. φόρτε ● Ουσ.: πιάνο (το): τμήμα μουσικής σύνθεσης που ερμηνεύεται σιγά, απαλά. [< ιταλ. piano]
  • πιανόλα πια-νό-λα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα ενεργοποιούνται με αυτόματο μηχανισμό. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Pianola, 1901, γαλλ. ~, 1904]
  • πιανοφόρτε πια-νο-φόρ-τε ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. φορτεπιάνο. [< ιταλ. pianoforte]

αρμόνιο

αρμόνιο[ἁρμόνιο] αρ-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΜΟΥΣ. φορητό πληκτροφόρο όργανο που αντικαθιστά το εκκλησιαστικό όργανο και το οποίο παράγει μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων: πιάνο και ~. Βλ. συνθεσάιζερ. [< ιταλ. armonio, γαλλ.-αγγλ. harmonium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.