πιθηκοειδής , ής, ές πι-θη-κο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά του πιθήκου: ~ές: πλάσμα. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. πιθηκόμορφος ● Ουσ.: πιθηκοειδές (το): ΖΩΟΛ. έμβιο ον που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον πίθηκο ή του μοιάζει: μεγάλα ~ή. Απολιθώματα ~ών. [< γαλλ. simien] [< αρχ. πιθηκοειδής, γαλλ. pithécoïde, αγγλ. pithecoid]
-ειδής
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.