Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πιθηκοειδής , ής, ές πι-θη-κο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά του πιθήκου: ~ές: πλάσμα. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. πιθηκόμορφος ● Ουσ.: πιθηκοειδές (το): ΖΩΟΛ. έμβιο ον που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον πίθηκο ή του μοιάζει: μεγάλα ~ή. Απολιθώματα ~ών. [< γαλλ. simien] [< αρχ. πιθηκοειδής, γαλλ. pithécoïde, αγγλ. pithecoid]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.