Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πικραλίδα πι-κρα-λί-δα ουσ. (θηλ.) & πικρίδα: ΒΟΤ. άγριο φαγώσιμο χόρτο (επιστ. ονομασ. Crepis heldreichiana) με κίτρινα άνθη, το οποίο έχει πικρή γεύση και θεραπευτικές ιδιότητες. Πβ. αγριοράδικο. Βλ. ταραξάκο. ΣΥΝ. πικρομάρουλο, πικροράδικο [< μεσν. πικραλίδα, πικρίδα]

ταραξάκο

ταραξάκο τα-ρα-ξά-κο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. είδος αγριοράδικου (επιστ. ονομασ. Taraxacum officinale) το οποίο έχει φαρμακευτικές ιδιότητες: ρόφημα από ρίζα ~ου. Πβ. πικραλίδα. Βλ. βάλσαμο, εχινάκεια, καλέντουλα. [< νεολατ. taraxacum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.