Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πικραμύγδαλο πι-κρα-μύ-γδα-λο ουσ. (ουδ.): ο καρπός της πικραμυγδαλιάς: άρωμα/λικέρ (πβ. αμαρέτο) ~. Βλ. σουμάδα. [< μεσν. πικραμύγδαλον]

σουμάδα

σουμάδα σου-μά-δα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό γλυκόπικρο λευκό αναψυκτικό από εκχύλισμα αμυγδάλου: δροσιστική ~. Βλ. -άδα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.