Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πικρός , ή, ό πι-κρός επίθ. 1. που έχει έντονη και συνήθ. δυσάρεστη γεύση: ~ός: καφές (ΑΝΤ. γλυκός). ~ή: σοκολάτα. ~ό: ποτό/χάπι. ~ά: συστατικά/χόρτα. Είναι ~ό σαν φαρμάκι. Βλ. αλμυρός, γλυκό-, κατά-πικρος, ξινός. 2. (μτφ.) που προκαλεί ή εκφράζει πόνο, θλίψη: ~ός: απολογισμός. ~ή: ζωή/ήττα/ιστορία/ξενιτιά. ~ό: αντίο/μήνυμα/τέλος/φιλί. ~ές: εμπειρίες/μνήμες. Άκουσε/είπε ~ές αλήθειες.|| ~ό: παράπονο/χαμόγελο. ~ά: δάκρυα. Πβ. θλιβερός, λυπηρός. 3. (μτφ.) δηκτικός, οξύς: ~ή: ειρωνεία. ~ό: χιούμορ. ~ές: κουβέντες. ~ά: λόγια/σχόλια. Πβ. πικρόχολος, φαρμακερός. ● Υποκ.: πικρούτσικος , η, ο: ΣΥΝ. υπόπικρος ● επίρρ.: πικρά ● ΦΡ.: κάνω τα πικρά γλυκά (μτφ.-κυρ. προφ.): συμβιβάζομαι με μια δυσάρεστη κατάσταση, υποβαθμίζω τη σημασία της για να νιώσω καλύτερα ή να αμβλύνω τις εντυπώσεις: Έκανε ~ ~ και ήρθε μόνο γιατί έπρεπε.|| (αρνητ. συνυποδ.) Βλέπουν το αδιέξοδο, αλλά κάνουν ~ ~ χάριν σκοπιμοτήτων (βλ. βαφτίζει το κρέας ψάρι). Πβ. χρυσώνω το χάπι., έχω πικρή πείρα από κάποιον/κάτι βλ. πείρα, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, κλαίω πικρά βλ. κλαίω, πίνω το πικρό ποτήρι βλ. ποτήρι, το γλυκό/πικρό ψωμί βλ. ψωμί [< αρχ. πικρός]

αλμυρός

αλμυρός, ή, ό [ἁλμυρός] αλ-μυ-ρός επίθ. & αρμυρός 1. που περιέχει ή του έχουν ρίξει πολύ αλάτι: ~ή: κρέπα (: με αλμυρά συστατικά. ΑΝΤ. γλυκιά)/μυζήθρα/πίτα. ~ό: τυρί/φαγητό (ΣΥΝ. αλατισμένος, ΑΝΤ. ανάλατος). ~ές: τροφές. ~ά: μπισκότα/πιάτα (= μεζέδες). ~ή και πικάντικη γεύση.|| Παράκτια ~ή λίμνη. Νερό γλυκό, υφάλμυρο ή ~ό. 2. (μτφ.-προφ.) σχετικά ακριβός, δαπανηρός: ~ός: λογαριασμός. Είναι ~οί στις τιμές τους. Πβ. τσιμπημένος, τσουχτερός. ΑΝΤ. φτηνός (1) ● Ουσ.: αλμυρά (τα): τρόφιμα που διατηρούνται σε αλάτι ή που έχουν (πολύ) αλάτι: μπουφές με ~ και γλυκά. Τα ~ συνοδεύουν το αλκοόλ. Πβ. παστά. ● Υποκ.: αλμυρούτσικος , η/ια, ο & αρμυρούτσικος: ΣΥΝ. υφάλμυρος ● επίρρ.: αλμυρά & αρμυρά: ακριβά. ● ΦΡ.: θα σου ξηγηθώ αλμυρό/αράπικο φιστίκι! βλ. φιστίκι [< 1: αρχ. ἁλμυρός]

δάκρυ

δάκρυδά-κρυ ουσ. (ουδ.) {δακρύ-ου | δάκρυ-α, δακρύ-ων} & (λογοτ.) δάκρυο 1. διαυγές αλατούχο υγρό που εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες λόγω συγκίνησης ή εξωτερικού ερεθισμού στα μάτια: ~α λύπης/χαράς. Συγκινήθηκε μέχρι ~ων (= υπέρμετρα). Αναλύθηκε/ξέσπασε σε ~α. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα ~ά του. Κυλούσαν τα ~α βροχή/ποτάμι στα μάγουλά της. Τα μάτια της πλημμύρισαν με/είναι γεμάτα ~α. 2. (μτφ.) σταγόνα που μοιάζει με δάκρυ: το ~ του πεύκου (= ρετσίνι). ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητά δάκρυα & φυσικά δάκρυα: ΦΑΡΜΑΚ. ειδικό κολλύριο που υγραίνει την επιφάνεια των ματιών. Βλ. ξηροφθαλμία, σταγόνες, φυσιολογικός ορός., κροκοδείλια δάκρυα βλ. κροκοδείλιος ● ΦΡ.: έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη (ειρων.): κλαίει πολύ εύκολα, με ασήμαντη αφορμή., κλαίω με μαύρο δάκρυ & χύνω μαύρο/πικρό δάκρυ: κλαίω πολύ και κατ΄επέκτ. μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα., κοιλάδα των δακρύων & (λόγ.) κοιλάδα του κλαυθμώνος (ΠΔ): για χώρο όπου επικρατούν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες ή για δυσάρεστη κατάσταση. Βλ. κόλαση., με πήραν τα δάκρυα/κλάματα (προφ.): άρχισα να κλαίω., στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου: τον παρηγορώ: Ο χρόνος στέγνωσε ~ ~ά της κι επούλωσε τις πληγές της.|| Ακόμη δεν έχουν στεγνώσει ~ ~ά τους (: είναι νωπός ο πόνος). [< γαλλ. sécher les larmes] , (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, χύνω δάκρυα βλ. χύνω [< αρχ. δάκρυ]

κλαίω

κλαίωκλαί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κλαις ..., κλαίγοντας, (λόγ. μτχ. ενεστ. κλαί-ων, -ουσα, -ον) | έκλαι-γα, έκλα-ψα, κλά-ψει, κλαύ-τηκα κ. κλάφ-τηκα, κλαυ-τεί κ. κλαφ-τεί, κλα-μένος} & (σπάν.) κλαίγω 1. εξωτερικεύω ένα έντονο συναίσθημα (κυρ. λύπη, θλίψη, πόνο ή σπανιότ. χαρά), χύνοντας δάκρυα που, κάποιες φορές, συνοδεύονται από λυγμούς: ~ γιατί/επειδή/που ... Δεν αξίζει/πάψε (πια) να κλαις! Έλα, μην κλαις! Τι έχεις και κλαις; ~ει απαρηγόρητα/ασταμάτητα/βουβά/γοερά/εύκολα/σπαρακτικά/χωρίς λόγο. Όλο ~ει. ~νε από συγκίνηση/τα γέλια. ~γε με αναφιλητά (βλ. σκούζω)/κροκοδείλια δάκρυα. ~ψε δημόσια/μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα/στην αγκαλιά του. Ήμουν έτοιμος να/κρατήθηκα να μην/μου 'ρχεται να/πήγα να ~ψω (= να βάλω τα κλάματα). Κλάψε να ξαλαφρώσεις! Έφυγε κλαίγοντας. Πβ. με παίρνουν τα ζουμιά, με πήραν τα δάκρυα, με πήραν τα σιρόπια.|| (μτφ.-λογοτ.) ~ει ο ουρανός (= βρέχει).|| (από εξωτερικό ερέθισμα:) ~ει, καθαρίζοντας κρεμμύδια. Τσούζουν και ~νε τα μάτια μου (: δακρύζουν). Βλ. μυξο~, σιγο~. ΑΝΤ. γελώ (1) 2. (εμφατ.) θρηνώ· λυπάμαι, οικτίρω: ~ει και αναστενάζει/μοιρολογεί/φωνάζει για τον χαμό του ... ~νε τον νεκρό/τους δικούς τους. ~νε για την καταστροφή. Πβ. θρηνολογώ, πενθώ.|| ~ τα νιάτα μου/τα χρήματα που ξόδεψα άσκοπα/τον χρόνο που έχασα.|| ~ει η καρδιά/ψυχή μου (= στενοχωριέμαι πολύ)! (ειρων.) Σιγά μην ~ψω για πάρτη σου! Αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, κλάψ' τον! Πβ. θλίβομαι, συμπονώ. ● Παθ.: κλαίγομαι: παραπονιέμαι, συνήθ. άδικα ή αναίτια: Τι (κάθεσαι και) ~εσαι όλη μέρα; Πάψε/σταμάτα να ~εσαι για το παραμικρό! ~εται μονίμως ότι δεν έχει λεφτά. Πήγε και του ~τηκε πως δεν έχει δουλειά (: τον παρακάλεσε επίμονα και αναξιοπρεπώς). Πβ. κλαυθμυρίζω, κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. ● Μτχ.: κλαίων , ουσα, ον (λόγ.) 1. (συνήθ. ειρων.) που κλαίει: ~ουσες: χήρες. Το παίζει ~ουσα (= μετανοούσα) Μαγδαληνή. 2. του οποίου το φύλλωμα ή τα ανθισμένα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος, δίνοντας την εντύπωση δακρύων: ~ουσες: τριανταφυλλιές. ● ΣΥΜΠΛ.: κλαίουσα ιτιά βλ. ιτιά ● ΦΡ.: (εμένα/αυτόν) μη με/τον κλαις (προφ.): μη με/τον λυπάσαι, γιατί δεν έχω/έχει ανάγκη: Αυτόν ~ ~· έχει λεφτά να ζήσει!, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί (παροιμ.): για να αποκτήσεις κάτι ή να βρεις το δίκιο σου, πρέπει να το διεκδικήσεις., είναι να τον κλαίνε (κι) οι ρέγκες/είναι να τον κλαις (προφ.): για κάποιον αξιολύπητο: Εάν αποτύχω, θα είμαι (για) να με ~ οι ρέγγες. Έτσι που κατάντησε, ~ ~ (= για κλάματα/για λύπηση). , θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει (προφ.): για δήλωση πλήρους αδιαφορίας (για κάτι): Ναι! Κι εγώ τώρα ~ ~! Σιγά μη βάλω ~ ~! Πβ. σκασίλα μου., θα κλάψουν(ε) μανούλες (προφ.): θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, θα γίνει μεγάλο κακό: Αν αποφασίσει να μιλήσει, (τότε) ~ ~ (πβ. θα πέσουν κορμιά). (απειλητ.) Μην το ξανακάνεις, διαφορετικά ~ ~!, κλαίν'/κλαίνε οι χήρες, κλαίν'/κλαίνε κι οι παντρεμένες (παροιμ.): για άτομο ανικανοποίητο, που παραπονιέται, ενώ δεν θα έπρεπε., κλαίω πικρά: μετανιώνω: ~ει ~ για το κακό που προκάλεσε.|| (συνήθ. απειλητ.) Θα ~ψεις ~ για όσα μου 'κανες (= θα το πληρώσεις ακριβά)!, κλάφ' τα (Χαράλαμπε) (προφ.): για άθλια κατάσταση. ΣΥΝ. άστα βράστα, βράσε ρύζι/όρυζα, κλάψε με μάνα (μ') κλάψε με! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθούν οι φοβερές συνέπειες που θα υποστεί κάποιος, σε περίπτωση που συμβεί αυτό που απεύχεται: Θα το μάθει και τότε ~ ~!, να κλάψω ή να γελάσω; (προφ., δηλωτικό αμηχανίας, απογοήτευσης ή στωικότητας): να στενοχωρηθώ ή να χαρώ;: Μ' αυτά που άκουσα, θα πρέπει ~ ~; Εδώ (τώρα) κλαίνε ή γελάνε;, ούτε κλαίει ούτε γελάει (προφ.) 1. (μτφ.) κάτι βρίσκεται σε μία μέση (ούτε θετική ούτε αρνητική) κατάσταση: Η πορεία της οικονομίας ~ ~. 2. (για πρόσ.) δεν εκδηλώνει κανένα συναίσθημα, τηρεί ουδέτερη στάση., τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω (προφ.-ειρων.): για κάποιον που προσποιείται ότι κάνει κάτι μόνο και μόνο επειδή υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις και όχι επειδή, κατά βάθος, το θέλει πραγματικά: Όλο ~ ~ είσαι!, αύριο κλαίνε βλ. αύριο, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, κλαίω και οδύρομαι/χτυπιέμαι βλ. οδύρομαι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, κλαίω τα λεφτά μου βλ. λεφτά, κλαίω τη μοίρα μου βλ. μοίρα, όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι βλ. μυλωνάς, περασμένα μεγαλεία (και διηγώντας τα να κλαις) βλ. μεγαλείο [< αρχ. κλαίω]

πείρα

πείρα[πεῖρα] πεί-ρα ουσ. (θηλ.): γνώσεις και ικανότητες που αποκτώνται μέσω της πράξης, κατά τη μακρόχρονη ενασχόληση με κάποιο αντικείμενο· η γνώση που αποκτά κάποιος από τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής του, από τις εμπειρίες τις δικές του ή των άλλων: Διαθέτει/έχει αξιόλογη/την απαραίτητη/διοικητική/επαγγελματική/εργασιακή/ερευνητική/κλινική/πολιτική/πολύτιμη/τεράστια ~. Έλλειψη ~ας. ~ γύρω από το θέμα. Χωρίς ~ (= άπειρος). Βεβαίωση διδακτικής ~ας. Εταιρεία με μακροχρόνια/μεγάλη/πολυετή ~ (= έμπειρη) στον χώρο. Αξιοποίηση της ~ας κάποιου. Στερείται ~ας. Αποκτώ ~. Νίκησε λόγω ~ας. Η ιστορική ~ δείχνει ότι ... Βλ. βίωμα. ΑΝΤ. απειρία1 ● ΦΡ.: εκ πείρας & εξ (ιδίας) εμπειρίας (λόγ.): με βάση την πείρα μου: Σου μιλάω ~ ~. Γνωρίζω ~ ~ το θέμα.|| Έχω ιδίαν πείραν., έχω πικρή πείρα από κάποιον/κάτι: έχω δυσάρεστη εμπειρία: Η χώρα έχει ~ από εθνοσωτήρες., μιλάει η πείρα/η εμπειρία: για λόγια ή πράξεις πεπειραμένου ανθρώπου: (ως επιχείρημα πειθούς) Έχε μου εμπιστοσύνη, (σου) ~ ~ (τώρα).|| Στο τέλος μίλησε (= έπαιξε καθοριστικό ρόλο) ~. [< αρχ. πεῖρα, γαλλ. expérience]

ποτήρι

ποτήριπο-τή-ρι ουσ. (ουδ.) {ποτηρ-ιού}: μικρό δοχείο από το οποίο πίνει κάποιος· συνεκδ. το περιεχόμενό του ή/και η αντίστοιχη ποσότητα: γυάλινο/κρυστάλλινο ~. Κολονάτο/κοντό/χαμηλό/ψηλό ~. ~ σωλήνας. ~ (του) κοκτέιλ/κονιάκ/κρασιού (= κρασοπότηρο)/νερού (= νεροπότηρο)/ούζου/ουίσκι/φραπέ. ~ (της) μπίρας/σαμπάνιας. Ο πάτος/το πόδι/τα χείλη του ~ιού. ~ γευσιγνωσίας/παγωτού. ~ια μιας χρήσης (: πλαστικά ή χάρτινα). ~ (από) φελιζόλ. Σετ ~ια. Γυαλίζω/καθαρίζω/πλένω/σκουπίζω το ~. Έσπασε/ράγισε το ~. Γέμισε το ~ (με) χυμό. Τσούγκρισαν τα ~ια τους. Βλ. κούπα, κύπελλο, δισκο-, ρακο-πότηρο.|| Άδειασε/κατέβασε το ~ (= ποτό) του.|| (σε συνταγές) Βάζετε/προσθέτετε ένα/μισό ~ αλεύρι/γάλα/ζάχαρη. Βλ. μεζούρα, φλιτζάνι.|| (ΧΗΜ.) ~ ζέσης. Βλ. -τήρι. ● Υποκ.: ποτηράκι (το): ~ (του) λικέρ/τσαγιού.|| Πίνουν πού και πού κανένα ~ (ενν. κρασί ή άλλο αλκοολούχο ποτό).|| (σε συνταγές) Ρίχνετε ένα ~ λάδι (βλ. φλιτζανάκι). ● Μεγεθ.: ποτήρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γερό ποτήρι (προφ.): άτομο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, συνήθ. χωρίς να μεθά εύκολα: Είναι ~ ~. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από την αρνητική τους πλευρά., να το(ν)/την πιεις στο ποτήρι (μτφ.-προφ.): για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο, ελκυστικό ή συναρπαστικό: Μια κούκλα, να την ~ ~!|| Μια θάλασσα να την ~ ~!, πίνω το πικρό ποτήρι & (σπάν.) (κατα)πίνω/παίρνω το πικρό χάπι (μτφ.-προφ.): υφίσταμαι ψυχική δοκιμασία, στενοχωριέμαι πολύ: Ήπιε ~ ~ της απόρριψης. Ήπιαν αδιαμαρτύρητα ~ ~., σηκώνω/υψώνω το ποτήρι: κάνω πρόποση: Ύψωσε ~ του στην υγεία των παρευρισκοµένων., (ούτε) ένα ποτήρι νερό βλ. νερό, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, ξεχείλισε το ποτήρι βλ. ξεχειλίζω, τρικυμία εν ποτηρίω βλ. τρικυμία [< μεσν. ποτήρι(ν) < αρχ. ποτήριον]

ψωμί

ψωμίψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.