Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πιλοτή πι-λο-τή ουσ. (θηλ.): ανοιχτός χώρος στο ισόγειο κτιρίου, ο οποίος σχηματίζεται από τις κολόνες που τον στηρίζουν και χρησιμοποιείται συνήθ. ως χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων όσων μένουν σε αυτό. [< γαλλ. pilotis – εσφαλμ. πυλωτή]
  • πιλοτήριο πι-λο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): κατάλληλα εξοπλισμένος θάλαμος για την πλοήγηση αεροσκάφους, πλοίου ή την οδήγηση αγωνιστικού αυτοκινήτου. Βλ. καμπίνα, -τήριο. ΣΥΝ. κόκπιτ

καμπίνα

καμπίνα κα-μπί-να ουσ. (θηλ.) 1. (σε πλοίο ή τρένο) καθένα από τα μικρά δωμάτια με κρεβάτι και συνήθ. μπάνιο, που προορίζονται για τη διαμονή των επιβατών: ατομική/δίκλινη/πολυτελής ~. Εξωτερική ή εσωτερική ~ (: με/χωρίς φινιστρίνι). ~ πρώτης/δεύτερης θέσης. Η ~ του πλοιάρχου.|| ~ σκάφους. ΣΥΝ. κουκέτα (2) 2. θάλαμος: ~ αυτοκινήτου/νταλίκας (βλ. διπλο-, μονο-κάμπινος). Η ~ του αεροσκάφους/του πιλότου (= κόκπιτ).|| ~ ασανσέρ/ντουζιέρας/υδρομασάζ.|| ~ες διερμηνείας. Βλ. τηλε~. [< ιταλ. cabina, γαλλ. cabine]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.