πιλοτή πι-λο-τή ουσ. (θηλ.): ανοιχτός χώρος στο ισόγειο κτιρίου, ο οποίος σχηματίζεται από τις κολόνες που τον στηρίζουν και χρησιμοποιείται συνήθ. ως χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων όσων μένουν σε αυτό. [< γαλλ. pilotis – εσφαλμ. πυλωτή]
πιλοτήριο πι-λο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): κατάλληλα εξοπλισμένος θάλαμος για την πλοήγηση αεροσκάφους, πλοίου ή την οδήγηση αγωνιστικού αυτοκινήτου. Βλ. καμπίνα, -τήριο. ΣΥΝ. κόκπιτ
καμπίνα
καμπίνα κα-μπί-να ουσ. (θηλ.) 1. (σε πλοίο ή τρένο) καθένα από τα μικρά δωμάτια με κρεβάτι και συνήθ. μπάνιο, που προορίζονται για τη διαμονή των επιβατών: ατομική/δίκλινη/πολυτελής ~. Εξωτερική ή εσωτερική ~ (: με/χωρίς φινιστρίνι). ~ πρώτης/δεύτερης θέσης. Η ~ του πλοιάρχου.|| ~ σκάφους. ΣΥΝ. κουκέτα (2) 2. θάλαμος: ~ αυτοκινήτου/νταλίκας (βλ. διπλο-, μονο-κάμπινος). Η ~ του αεροσκάφους/του πιλότου (= κόκπιτ).|| ~ ασανσέρ/ντουζιέρας/υδρομασάζ.|| ~ες διερμηνείας. Βλ. τηλε~. [< ιταλ. cabina, γαλλ. cabine]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.