Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πινακίδιο πι-να-κί-δι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.) 1. μικρός πίνακας ή πινακίδα: ενεπίγραφο ~. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ γραφής (: για διαδραστική διδασκαλία ή μετατροπή της γραφής χειρός σε ψηφιακά σύμβολα, γράμματα και αριθμούς). Βλ. ετικέτα, -ίδιο. 2. απόδειξη εκτέλεσης χρηματιστηριακής συναλλαγής: ~ αγοράς. [< 1: αρχ. πινακίδιον]

ετικέτα

ετικέτα [ἐτικέτα] ε-τι-κέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. μικρή επιγραφή που τοποθετείται σε αντικείμενο, π.χ. συσκευασία προϊόντος, και περιέχει διάφορες πληροφορίες, όπως είδος, περιεχόμενο, συστατικά, τιμή, προορισμό, κάτοχο, οδηγίες χρήσης, ημερομηνία λήξης: αυτοκόλλητη ~. ~ ασφαλείας/ποιότητας. Η ~ του τετραδίου/της φιάλης. ~ αποσκευών. ~ες ρούχων/τροφίμων. Βιοτεχνία ~ών και σημάτων. Βλ. μάρκα, φίρμα. 2. (συνεκδ.) ονομασία εμφιαλωμένου κρασιού στον κατάλογο εστιατορίου. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) τυποποιημένος χαρακτηρισμός: Αρνείται την ~ της φεμινίστριας. Οι άνθρωποι δεν είναι μονοδιάστατοι, ας μην κολλάμε ~ες. Πβ. ταμπέλα. 4. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) τυπικότητα, επιφάνεια των πραγμάτων, σε αντιδιαστολή με την ουσία ή το βάθος: χωρίς ~ες και συμβατικότητες. Πβ. εθιμοτυπία, πρωτόκολλο. Βλ. -έτα. ● ΣΥΜΠΛ.: προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας: τα οποία πωλούνται στην αγορά με το σήμα άλλης εταιρείας από αυτήν που τα παράγει και συνήθ. σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα αντίστοιχα επώνυμα. [< αγγλ. private-label (products)] [< 1: ιταλ. etichetta 2,3: γαλλ. étiquette]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.