Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πιράνχας πι-ράν-χας ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & πιράνχα 1. ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοβόρο ψάρι (γένος Serrasalmus), μικρό σε μέγεθος, με πεπλατυσμένο σώμα, ασημένια και κόκκινα λέπια και χαρακτηριστικά κοφτερά δόντια, που το καθιστούν πολύ επικίνδυνο για τον άνθρωπο: Τα περισσότερα ~ ζουν στους ποταμούς της Νότιας Αμερικής. 2. (μτφ.) αδίστακτος, καιροσκόπος: αχόρταγα ~. Καραδοκούν σαν τα ~. [< αγγλ. piranha, πορτ. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.