πιρούνι πι-ρού-νι ουσ. (ουδ.) 1. μικρό επιτραπέζιο μαγειρικό σκεύος με μακριά λαβή και δύο έως τέσσερα αιχμηρά άκρα, με το οποίο τρώγονται οι στερεές τροφές: ασημένιο/ξύλινο/πλαστικό ~. ~ της σαλάτας. Βλ. κουτάλι, μαχαίρι, -ούνι.2. ΤΕΧΝΟΛ. μέρος του σκελετού δικύκλων, στο οποίο τοποθετείται ο μπροστινός τροχός: τηλεσκοπικά ~ια. ~ ανάρτησης. ~ια ποδηλάτου. ● Υποκ.: πιρουνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γερό/γρήγορο πιρούνι (προφ.): για πρόσωπο που τρώει πολύ ή γρήγορα και λαίμαργα. [< μεσν. πιρούνι]
πιρουνιά πι-ρου-νιά ουσ. (θηλ.) 1. η ποσότητα τροφής που πιάνεται σε ένα πιρούνι: ~ σαλάτας. Μια ~ μακαρόνια/χόρτα.2. τρύπημα με πιρούνι και το αντίστοιχο σημάδι.
κουτάλι κου-τά-λι ουσ. (ουδ.) {κουταλ-ιού}: μικρό επιτραπέζιο μαγειρικό σκεύος με μακριά λαβή και ρηχή κοιλότητα στην άκρη, με το οποίο τρώγονται οι ρευστές τροφές και συνεκδ. η ποσότητα που χωράει: ασημένιο/πλαστικό ~. ~ του τσαγιού. ~-μεζούρα. Ανακατεύω τον καφέ με το ~. Ταΐζω τον ασθενή/το μωρό με το ~. Πβ. χουλιάρι. Βλ. μαχαίρι, πιρούνι, σερβίτσιο.|| Γεμάτο/μισό ~. Ένα ~ της σούπας αλεύρι/λάδι/μέλι/σιρόπι. Πβ. κουταλιά. ● Υποκ.: κουταλάκι (το): συχνά και ως δοσομετρητής σε συνταγές: ένα ~ του γλυκού σόδα. ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκό του κουταλιού βλ. γλυκό, κοφτό κουταλάκι/κοφτή κουταλιά βλ. κοφτός ● ΦΡ.: με μαζεύουν με το κουταλάκι/τα κουταλάκια (προφ.): τραυματίζομαι σοβαρά σε ατύχημα ή εξαντλούμαι σωματικά: Αν επιχειρήσεις να ανεβείς μια τόσο απότομη πλαγιά, θα σε ~ ~!|| Αν δεν κοιμηθώ λίγες ώρες, θα ~ ~., τρώω κάτι με το κουτάλι (προφ.) 1. (μτφ.) το γνωρίζω πολύ καλά, έχω μεγάλη πείρα σε αυτό: Έχω φάει τη ζωή/θάλασσα/φτώχεια με το ~.2. τρώω λαίμαργα ή σε μεγάλες ποσότητες: Ήταν τόσο νόστιμη η τυροκαυτερή που την έτρωγαν ~., στη μύτη του κουταλιού βλ. μύτη, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός [< μεσν. κουτάλι(ν)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.