Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πισίνα πι-σί-να ουσ. (θηλ.) {πισίνων}: τεχνητή δεξαμενή κατάλληλη για κολύμβηση και καταδύσεις· συνεκδ. το νερό που περιέχεται σε αυτή: θερμαινόμενη/εξωτερική/εσωτερική/ιδιωτική/παιδική/φουσκωτή ~. ~ ολυμπιακών διαστάσεων/προδιαγραφών (= πενηντάρα ~). Ταράτσα με ~. Καθαρισμός/συντήρηση ~ας. Βίλα/ξενοδοχείο με ~.|| Το χλώριο της ~ας. ● Υποκ.: πισινούλα (η) [< ιταλ. piscina]
  • πισινά πι-σι-νά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. πισινός. ΣΥΝ. οπίσθια 2. τα πίσω πόδια των τετράποδων ζώων: τα ~ του γαϊδάρου. [< μεσν. πισινά]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.