Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πιστός , ή, ό πι-στός επίθ. 1. έμπιστος, αφοσιωμένος: ~ός: σύντροφος/υπάλληλος/υπηρέτης/φίλος (πβ. αξιόπιστος).|| ~ός: σκύλος.|| (για σύζυγο ή σύντροφο που δεν κάνει απιστίες:) Μου είναι ~. Μένουν ~οί ο ένας στον άλλον. ΑΝΤ. άπιστος. 2. συνεπής, σταθερός: ~οί: αναγνώστες (εφημερίδας)/οπαδοί (ομάδας)/πελάτες (εταιρείας)/υποστηρικτές. ~ στις δεσμεύσεις του/στο καθήκον. Παραμένει ~ στις απόψεις/στις συνήθειές του. Φεστιβάλ που έχει αποκτήσει ~ούς φίλους. 3. ακριβής, πανομοιότυπος: ~ή: αναπαραγωγή/αναπαράσταση/αντιγραφή/απόδοση/εικόνα/μετάφραση. ~ό: αντίγραφο. 4. ευλαβής: ~ός: χριστιανός. Βλ. άθεος. ● Ουσ.: πιστός (ο) 1. οπαδός θρησκείας: οι ~οί του Χριστιανισμού. Προσφορές ~ών. Πλήθος ~ών συγκεντρώθηκε στο ... ΑΝΤ. άπιστος (1) 2. (μτφ.) ένθερμος υποστηρικτής, φανατικός φίλος: οι ~οί του κόμματος. Ταινία που απευθύνεται στους ~ούς του είδους. ● επίρρ.: πιστά: Τον υπηρέτησε ~ (= με αφοσίωση).|| Ακολούθησε ~ τις οδηγίες (= με συνέπεια, χωρίς παρεκκλίσεις).|| Αναπαράστησε ~ (= με ακρίβεια) την πραγματικότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: πιστή Πηνελόπη βλ. Πηνελόπη ● ΦΡ.: όσοι πιστοί προσέλθετε βλ. προσέρχομαι [< 1,2: αρχ. πιστός 3: γαλλ. fidèle 4: μτγν. ~]

άθεος

άθεος, η, ο [ἄθεος] ά-θε-ος επίθ./ουσ. {-ων (λόγ.) -έων} 1. που δεν πιστεύει στην ύπαρξη Θεού και γενικότ. οποιασδήποτε θεότητας: ~οι: διανοούμενοι/υλιστές/φιλόσοφοι. ~ εκ πεποιθήσεως. Πβ. αθεϊστής. Βλ. αγνωστικιστής, άπιστος, θεϊστής. ΑΝΤ. θρήσκος, πιστός (1) 2. {μόνο ως επίθ.} που αναφέρεται στην αθεΐα: ~η: εποχή. ~ες: αντιλήψεις. 3. (μειωτ.) που δεν πιστεύει στον Χριστό, αντίχριστος: τα αντιχριστιανικά κείμενα των ~ων. Βλ. άπιστος. [< αρχ. ἄθεος]

Πηνελόπη

Πηνελόπη Πη-νε-λό-πη ουσ. (θηλ.): κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: πιστή Πηνελόπη (μετωνυμ. από την ομηρική ηρωίδα): για αφοσιωμένη σύζυγο. ● ΦΡ.: ο ιστός της Πηνελόπης βλ. ιστός [< αρχ. Πηνελόπη]

προσέρχομαι

προσέρχομαι προ-σέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {προσ-ήλθε, -έλθει, προσερχ-όμενος} (επίσ.): έρχομαι, παρουσιάζομαι κάπου λόγω υποχρέωσης ή για να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση ή διαδικασία: Οι υποψήφιοι πρέπει να ~ονται στο εξεταστικό κέντρο μισή ώρα νωρίτερα. Στις κάλπες ~ονται σήμερα οι πολίτες. Οι αρμόδιοι φορείς δεν θα ~έλθουν σε διάλογο. Ο μάρτυρας δεν ~ήλθε στο δικαστήριο. Περισσότερα από ... άτομα ~ήλθαν για εμβολιασμό στα νοσοκομεία της χώρας. Ο πρωθυπουργός ~όμενος στη Σύνοδο Κορυφής δήλωσε ότι ... ΑΝΤ. απέρχομαι ● ΦΡ.: όσοι πιστοί προσέλθετε (από τη Θεία Λειτουργία): (ως πρόσκληση ή προτροπή για συμμετοχή σε κάτι) όποιος θέλει ας έρθει: ~ ~. Η είσοδος είναι ελεύθερη. [< αρχ. προσέρχομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.