πιστός , ή, ό πι-στός επίθ. 1. έμπιστος, αφοσιωμένος: ~ός: σύντροφος/υπάλληλος/υπηρέτης/φίλος (πβ. αξιόπιστος).|| ~ός: σκύλος.|| (για σύζυγο ή σύντροφο που δεν κάνει απιστίες:) Μου είναι ~. Μένουν ~οί ο ένας στον άλλον. ΑΝΤ. άπιστος.2. συνεπής, σταθερός: ~οί: αναγνώστες (εφημερίδας)/οπαδοί (ομάδας)/πελάτες (εταιρείας)/υποστηρικτές. ~ στις δεσμεύσεις του/στο καθήκον. Παραμένει ~ στις απόψεις/στις συνήθειές του. Φεστιβάλ που έχει αποκτήσει ~ούς φίλους.3. ακριβής, πανομοιότυπος: ~ή: αναπαραγωγή/αναπαράσταση/αντιγραφή/απόδοση/εικόνα/μετάφραση. ~ό: αντίγραφο.4. ευλαβής: ~ός: χριστιανός. Βλ. άθεος. ● Ουσ.: πιστός (ο) 1. οπαδός θρησκείας: οι ~οί του Χριστιανισμού. Προσφορές ~ών. Πλήθος ~ών συγκεντρώθηκε στο ... ΑΝΤ. άπιστος (1) 2. (μτφ.) ένθερμος υποστηρικτής, φανατικός φίλος: οι ~οί του κόμματος. Ταινία που απευθύνεται στους ~ούς του είδους. ● επίρρ.: πιστά:Τον υπηρέτησε ~ (= με αφοσίωση).|| Ακολούθησε ~ τις οδηγίες (= με συνέπεια, χωρίς παρεκκλίσεις).|| Αναπαράστησε ~ (= με ακρίβεια) την πραγματικότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: πιστή Πηνελόπη βλ. Πηνελόπη ● ΦΡ.: όσοι πιστοί προσέλθετε βλ. προσέρχομαι [< 1,2: αρχ. πιστός 3: γαλλ. fidèle 4: μτγν. ~]
άθεος
άθεος, η, ο [ἄθεος] ά-θε-ος επίθ./ουσ. {-ων (λόγ.) -έων} 1. που δεν πιστεύει στην ύπαρξη Θεού και γενικότ. οποιασδήποτε θεότητας: ~οι: διανοούμενοι/υλιστές/φιλόσοφοι. ~ εκ πεποιθήσεως. Πβ. αθεϊστής. Βλ. αγνωστικιστής, άπιστος, θεϊστής. ΑΝΤ. θρήσκος, πιστός (1) 2. {μόνο ως επίθ.} που αναφέρεται στην αθεΐα: ~η: εποχή. ~ες: αντιλήψεις.3. (μειωτ.) που δεν πιστεύει στον Χριστό, αντίχριστος: τα αντιχριστιανικά κείμενα των ~ων. Βλ. άπιστος. [< αρχ. ἄθεος]
Πηνελόπη
Πηνελόπη Πη-νε-λό-πη ουσ. (θηλ.): κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: πιστή Πηνελόπη (μετωνυμ. από την ομηρική ηρωίδα): για αφοσιωμένη σύζυγο. ● ΦΡ.: ο ιστός της Πηνελόπης βλ. ιστός [< αρχ. Πηνελόπη]
προσέρχομαι
προσέρχομαι προ-σέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {προσ-ήλθε, -έλθει, προσερχ-όμενος} (επίσ.): έρχομαι, παρουσιάζομαι κάπου λόγω υποχρέωσης ή για να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση ή διαδικασία: Οι υποψήφιοι πρέπει να ~ονται στο εξεταστικό κέντρο μισή ώρα νωρίτερα. Στις κάλπες ~ονται σήμερα οι πολίτες. Οι αρμόδιοι φορείς δεν θα ~έλθουν σε διάλογο. Ο μάρτυρας δεν ~ήλθε στο δικαστήριο. Περισσότερα από ... άτομα ~ήλθαν για εμβολιασμό στα νοσοκομεία της χώρας. Ο πρωθυπουργός ~όμενος στη Σύνοδο Κορυφής δήλωσε ότι ... ΑΝΤ. απέρχομαι ● ΦΡ.: όσοι πιστοί προσέλθετε (από τη Θεία Λειτουργία): (ως πρόσκληση ή προτροπή για συμμετοχή σε κάτι) όποιος θέλει ας έρθει: ~ ~. Η είσοδος είναι ελεύθερη. [< αρχ. προσέρχομαι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.