πιτζάμα πι-τζά-μα ουσ. (θηλ.) & πιζάμα & (προφ.) μπι(τ)ζάμα: σετ ρούχων για τον ύπνο ή γενικότ. για το σπίτι, που αποτελείται από παντελόνι και μπλούζα (με ή χωρίς κουμπιά και γιακά): μεταξωτές/ριγέ ~ες. Είμαι με τις ~ες (: για να δηλωθεί ότι κάποιος έχει μόλις ξυπνήσει ή δεν σκοπεύει να βγει από το σπίτι). Βλ. νυχτικό, ρόμπα. ● Υποκ.: πιτζαμούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πιτζάμα πάρτι βλ. πάρτι [< ιταλ. pigiama, 1905, γαλλ. pyjama, 1895 - παλαιότ. ορθογρ. πυτζάμα]
πιτζαμάκι πι-τζα-μά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) μικρή πιτζάμα. 2. ολόσωμο ρούχο ύπνου με κουμπιά, για μωρά συνήθ. έως δώδεκα μηνών. Πβ. φορμάκι. Βλ. σαλοπέτα.
νυχτικό
νυχτικό νυ-χτι-κό ουσ. (ουδ.) & νυχτικιά (η): γυναικείο ριχτό ένδυμα που φοριέται στον ύπνο ή γενικότ. μέσα στο σπίτι. [< ουσιαστικοπ. ουδ. του μεσν. επιθ. νυχτικός, πβ. γαλλ. chemise de nuit]
πάρτι
πάρτι πάρ-τι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: συνάντηση φίλων και γνωστών για διασκέδαση, κοινωνική συναναστροφή και συχνά χορό σε σπίτι ή άλλο χώρο με μουσική, ποτά ή/και φαγητό: ανοιχτό/αποκριάτικο/αποχαιρετιστήριο/γαμήλιο/ιδιωτικό/κλειστό/κοκτέιλ/ξέφρενο/παιδικό/πριβέ/πρωτοχρονιάτικο/ρέιβ/φοιτητικό/υπαίθριο/χριστουγεννιάτικο ~. Εντυπωσιακό/επικό/καταπληκτικό/υπέροχο ~ αποφοίτησης/γενεθλίων/γνωριμίας/εγκαινίων/μασκέ. ~-έκπληξη. ~ υποδοχής των πρωτοετών φοιτητών. Είμαι καλεσμένος/πηγαίνω σε ~. Πρόσκληση σε ~. Έκανε ~, για να γιορτάσει την επιτυχία του. Διοργανώνει ~. Του αρέσουν τα ~ (βλ. πάρτι άνιμαλ). Πβ. δεξίωση, γλέντι. Βλ. μπιτς ~, αστρο~.|| Είναι η ψυχή του ~ (βλ. η ψυχή της παρέας).|| (μτφ.) Όταν μπήκε το γκολ, έγινε ~ στις εξέδρες. ● Υποκ.: παρτάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: πιτζάμα πάρτι: στο οποίο όλοι οι παρευρισκόμενοι φορούν πιτζάμες αντί για κανονικά ρούχα. [< αγγλ. pyjama party, 1928] ● ΦΡ.: κάνω πάρτι (μτφ.-προφ.): χαίρομαι πολύ, ενθουσιάζομαι, πανηγυρίζω για κάτι: Μόλις μάθει τα νέα, θα ~ει ~ από τη χαρά του!|| (κατ' επέκτ.) Τα μικρόβια ~ουν ~ στο γραφείο/ψυγείο μας (: αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα). Πβ. ξεφαντώνω, οργιάζω. [< αγγλ. party]
σαλοπέτα
σαλοπέτα σα-λο-πέ-τα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) σαλοπέτ: φόρμα που αποτελείται από παντελόνι, ένα κομμάτι ύφασμα που καλύπτει το στήθος και τιράντες που περνούν πάνω από τους ώμους· κατ' επέκτ. κάθε ρούχο με παρόμοιο κόψιμο: παιδική/τζιν ~. ~ εγκυμοσύνης.|| ~ σορτς/φούστα. Φόρεμα ~. ~ για σκι. Βλ. -έτα. [< γαλλ. salopette]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.