Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πιτ στοπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. στάθμευση αυτοκινήτου για πολύ γρήγορο ανεφοδιασμό ή σέρβις κατά τη διάρκεια αγώνα, συνήθ. της φόρμουλα 1. Βλ. γεμιστής. [< αγγλ. pit stop, 1932]
  • πιτ στοπ βλ. πιτ

γεμιστής

γεμιστής γε-μι-στής ουσ. (αρσ.) 1. (παλαιότ.) εργάτης υπεύθυνος για την πλήρωση μηχανήματος ή περιέκτη (δεξαμενής, δοχείου), κυρ. με πετρελαιοειδή ή για τον εφοδιασμό οχήματος με καύσιμα: ~ές βυτιοφόρων/φιαλών υγραερίου.|| (ειδικότ.) ~ές των πιτ στοπ. 2. ΣΤΡΑΤ. στρατιώτης που τροφοδοτεί πυροβόλο ή πολυβόλο όπλο με βλήματα. Βλ. πυροβολητής. [< γαλλ. chargeur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.