Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλάγιος , α, ο πλά-γι-ος επίθ. {(λόγ.) -ία} 1. που έχει κλίση, με αποτέλεσμα να σχηματίζει γωνία: ~α: στάση (= πλαγιαστή). ~ο: επίπεδο/παραλληλόγραμμο.|| ~α: βολή/θέση (σώματος).|| Ξυλογραφία/χάραξη σε ~ο ξύλο. ΣΥΝ. κεκλιμένος, λοξός (1) ΑΝΤ. ίσιος (1), κατακόρυφος (1), όρθιος (1) 2. που βρίσκεται στο πλάι ή κατευθύνεται από το πλάι: ~ος: τίτλος (= πλαγιότιτλος)/φωτισμός. ~α: όψη κτιρίου (βλ. κάτοψη, πρόσοψη). ~οι: αερόσακοι (= πλευρικοί)/τοίχοι. ~α: βήματα (: προς τα αριστερά ή δεξιά). (ΑΝΑΤ.) Άνω, ~οι και κάτω κοιλιακοί μύες.|| ~α: ματιά. ~ο: βλέμμα. Βλ. λοξοκοίταγμα.|| (ΑΘΛ.) Κεφαλιά/σουτ από ~α θέση. ~ αμυντικός/επιθετικός. ΣΥΝ. παράπλευρος (1), πλαϊνός 3. (μτφ.) έμμεσος, υπαινικτικός: Προσπάθησε να μάθει με ~ο τρόπο. ΑΝΤ. ευθύς (2) 4. (μτφ.) αθέμιτος, αντικανονικός, παράνομος: ~ες: ενέργειες/μέθοδοι. Χρησιμοποίησε ~α μέσα. Δέχεται ~α επίθεση (από συναδέλφους του). Βλ. παράτυπος, υπόγειος, ύπουλος. ● Ουσ.: πλάγια (τα): οι πλευρές, το πλάι, το πλαϊνό τμήμα: στα ~ του κεφαλιού/του οχήματος/της συσκευής. Το φόρεμα έχει δύο τσέπες/μικρό σκίσιμο στα ~. Σκόραρε από τα ~. Κατευθύνθηκαν προς τα ~ του κάστρου. ● επίρρ.: πλάγια & (λόγ.) πλαγίως: ~ στο φως.|| (μτφ.) Αναφέρθηκε ~ως στο θέμα (πβ. έμμεσα, ΑΝΤ. ευθέως, στα ίσια).|| Ενεργεί/κινείται ~ως (= ύπουλα). ● ΣΥΜΠΛ.: ήχος πλάγιος (στη βυζαντινή μουσική): καθένας από τους τέσσερις τελευταίους τρόπους στη σειρά της οκταηχίας: ~ ~ α' (/του πρώτου)/β' (/του δευτέρου)/γ' (/του τρίτου ή βαρύς)/δ' (/του τετάρτου).Ύμνος που ψάλλεται σε ~ο ~ο., πλάγια γράμματα & πλάγια γραφή & πλάγια/κυρτά στοιχεία & πλάγιοι χαρακτήρες: ΤΥΠΟΓΡ. που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ΑΝΤ. όρθια γράμματα/στοιχεία., πλάγια γραμμή: ΑΘΛ. καθεμιά από τις δύο παράλληλες γραμμές που ορίζουν τις μεγάλες πλευρές αγωνιστικού χώρου: επαναφορά της μπάλας από την ~ ~. Βλ. γραμμές τέρματος., πλάγια ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε πλάγιο λόγο. ΑΝΤ. ευθεία ερώτηση, πλάγιο (άουτ) (στο ποδόσφαιρο): ΑΘΛ. το πέρασμα της μπάλας έξω από τις πλάγιες γραμμές του αγωνιστικού χώρου και η επαναφορά της: Απέκρουσε/έδιωξε την μπάλα σε ~ ~. Εκτέλεσε το ~ ~. ΣΥΝ. αράουτ, πλάγιος άνεμος: που πνέει στα πλευρά συνήθ. ενός σκάφους ή οχήματος: Επικρατούσαν/φυσούσαν ισχυροί ~οι ~οι., πλάγιος λόγος : ΓΡΑΜΜ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου έμμεσα, δηλ. μέσω ενός άλλου: Π.χ. Είπε ότι θα αργήσει. ΑΝΤ. ευθύς λόγος, πλαγία μυατροφική σκλήρυνση βλ. σκλήρυνση, πλάγιες πτώσεις βλ. πτώση, πλάγιος ίππος βλ. ίππος ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου & (σπάν.) πλάγια συγγένεια: ΝΟΜ. μεταξύ προσώπων πoυ κατάγovται από τov ίδιo αvιόvτα: Έvα άτoμo είvαι συγγεvής σε ~ ~ με τov αδελφό, θείo ή ξάδερφό τoυ. ΑΝΤ. σε ευθεία γραμμή (2), διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού βλ. οδός, με πλάγια μέσα βλ. μέσο, σε ήχο πλάγιο βλ. ήχος [< 1,2: αρχ. πλάγιος 3,4: γαλλ. oblique]

ήχος

ήχος [ἦχος] ή-χος ουσ. (αρσ.) 1. ΦΥΣ. ερέθισμα που μπορεί να γίνει αντιληπτό από τα όργανα της ακοής και διαδίδεται μέσω των κυμάτων που παράγονται από την παλμική κίνηση, δηλ. τη δόνηση, ταλάντωση ενός σώματος: χαρακτηριστικά του ~ου: η ένταση (: ισχυρός ή ασθενής· βλ. ντεσιμπέλ), το ύψος (: βαρύς ή οξύς), το ποιόν (βλ. ηχόχρωμα). Η συχνότητα (βλ. χερτς)/η ταχύτητα του ~ου. Πηγή ~ου. Τα είδη των ~ων: απλοί (βλ. διαπασών), σύνθετοι ~οι. Βλ. ακουστική, υπέρ-, υπό-ηχος. 2. (κατ' επέκτ.) το συγκεκριμένο ακουστικό αίσθημα: ο ~ της καμπάνας/της φωνής (πβ. χροιά). Ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος/γλυκός/διαπεραστικός/δυνατός (πβ. θόρυβος)/εκκωφαντικός/ευχάριστος/καθαρός/μελωδικός/πένθιμος/ρυθμικός/υπόκωφος ~. Κάτι βγάζει/κάνει/παράγει έναν περίεργο/χαρακτηριστικό ~ο. Χόρευαν υπό τους ~ους της κιθάρας/του κλαρίνου. Γνώριμοι ~οι της εξοχής (= χαρακτηριστικά ακούσματα). ~οι απ' όλο τον κόσμο (= μουσικές). Βλ. απόηχος. 3. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. ηχητικό σήμα: αναλογικός/ψηφιακός ~. Εγγραφή ~ου (= ηχογράφηση). Δυναμική/επεξεργασία (βλ. ψηφιοποίηση)/(ανα)παραγωγή ~ου. Υψηλή πιστότητα και ποιότητα ~ου. Μηχανήματα/συσκευές ~ου (π.χ. ηχεία, ενισχυτές, ηχοσυστήματα, ραδιόφωνα, σιντί πλέιερ, μικρόφωνα, ακουστικά, επεξεργαστές, μεγάφωνα, κονσόλες, στερεοφωνικά). Συστήματα ~ου και εικόνας (= πολυμέσα). (ΠΛΗΡΟΦ.) Αρχεία/κάρτα ~ου.|| (σε παραστάσεις) Επιμέλεια ~ου (= ηχοληψία). Μηχανικός/τεχνικός ~ου (= ηχολήπτης). 4. ΤΕΧΝΟΛ. ηχητική ένταση ή/και ποιότητα: ρύθμιση του ~ου. Έχουμε πρόβλημα με τον ~ο. Δυναμώνω/χαμηλώνω τον ~ο. 5. ΜΟΥΣ. (στη βυζαντινή μουσική) τρόπος: ~ πρώτος/δεύτερος/τρίτος/τέταρτος/πλάγιος του πρώτου, του δευτέρου, του τρίτου, του τετάρτου (: οι οκτώ ~οι, τέσσερις αυθεντικοί και τέσσερις πλάγιοι, βλ. οκταηχία). Βλ. γένος, ήθος. ● ΣΥΜΠΛ.: ήχος και φως: είδος νυχτερινού θεάματος, συνήθ. σε ιστορικό χώρο, κυρ. μνημείο, το οποίο συνδυάζει φωτιστικά εφέ με λόγο και μουσική. [< γαλλ. son et lumière, 1957] , το φράγμα του ήχου βλ. φράγμα ● ΦΡ.: σε ήχο πλάγιο (ειρων.) 1. έμμεσα: Μίλησε ~ ~. 2. (αργκό) για έντονη επίπληξη, κατσάδιασμα: Τα άκουσε/τον έψαλε ~ ~. ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο. [< αρχ. ἦχος, γαλλ. son 3,4: αγγλ. sound, audio]

ίππος

ίππος [ἵππος] ίπ-πος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. (λόγ.) άλογο. Πβ. άτι. 2. ΓΥΜΝ. & ίππος άλματος: όργανο γυμναστικής που μοιάζει με δοκό για την εκτέλεση αλμάτων ή ασκήσεων. ΣΥΝ. εφαλτήριο (2) 3. (λόγ.) (στο σκάκι) πιόνι με τη μορφή αλόγου. ΣΥΝ. αλογάκι (3) 4. ΙΑΤΡ. έντονη συστολή και διαστολή της κόρης του οφθαλμού, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια. Βλ. μυδρίαση, μύση.ίπποι (οι) {σπανιότ. στον εν.}: ΜΗΧΑΝ. μονάδες μέτρησης της ισχύος μηχανής· καθεμία από αυτές είναι ίση με 735,5 βατ: κινητήρας απόδοσης ... ~ων. Τουρμπίνα που βγάζει ... ~ους. Φορολογήσιμοι ~ (: μέτρο υπολογισμού συνήθ. των τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων βάσει των κυβικών του). Αναλογία κιλών ανά ~ο. Πβ. ιπποδύναμη. ΣΥΝ. άλογα (τα) [< γαλλ. cheval, αγγλ. horse (power)] ● ΣΥΜΠΛ.: πλάγιος ίππος : ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) ίππος άλματος με δύο λαβές, στις οποίες στηρίζεται ο αθλητής, για να εκτελέσει το πρόγραμμά του· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. κρίκοι. [< αγγλ. side horse] , άλμα ίππου βλ. άλμα, δούρειος ίππος βλ. δούρειος [< 1: αρχ. ἵππος 2: γαλλ. cheval (d΄arçons) 3: γαλλ. cavalier 4: γαλλ.-αγγλ. hippus]

κάτοψη

κάτοψη κά-το-ψη ουσ. (θηλ.): ΑΡΧΙΤ. σχεδιάγραμμα που απεικονίζει σε οριζόντια τομή κτίσμα ή κατασκευή, όπως θα φαινόταν αν τα παρατηρούσε κάποιος από ψηλά: ~ ακινήτου/εκθεσιακού χώρου/κτιρίου/οικοδομής. Μουσείο/σχολείο σε ~. ~όψεις κατοικιών. Βλ. μακέτα, όψη. [< μτγν. κάτοψις]

λοξοκοίταγμα

λοξοκοίταγμα λο-ξο-κοί-ταγ-μα ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λοξοκοιτάζω: ~ατα γεμάτα φθόνο (πβ. στραβοκοίταγμα). ~ατα και πονηρά χαμόγελα (πβ. κρυφοκοίταγμα).|| (μτφ.) Μουσική με τζαζ στοιχεία και ~ατα προς την κλασική.

μέσο

μέσο μέ-σο ουσ. (ουδ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} (για ενέργεια ή πράγμα) καθετί χρήσιμο, κατάλληλο ή αποτελεσματικό για την επίτευξη ενός σκοπού: ~α ελέγχου/κοινωνικής δικτύωσης/παρακολούθησης/προπαγάνδας/προστασίας (πυροσβεστών)/ψυχαγωγίας (π.χ. θέατρο). Αποδεικτικά/αποθηκευτικά (: ντιβιντί, σιντί, φλασάκι)/αποτελεσματικά (βλ. ημίμετρα)/δόλια/εκπαιδευτικά/εκφραστικά (: ζωγραφική, συγγραφή)/νόμιμα/οικονομικά/πλωτά/σωστικά/τεχνικά/τεχνολογικά ~α. Η κυκλoφoριακή αγωγή ως ~ πρόληψης ατυχημάτων. Βγάζει λεφτά με θεμιτά και αθέμιτα ~α. Με τα υπάρχοντα ~α ... Θα χρησιμοποιήσει όλα τα ~α που διαθέτει. Πβ. διαδικασία, δρόμος, μέθοδος, οδός. ΣΥΝ. τρόπος (1) 2. (συνήθ. + γεν.) σημείο που ισαπέχει από τα άκρα τοπικού ή χρονικού διαστήματος: στο ~ (= στο κέντρο) της διαδρομής/του δωματίου.|| Το ~ της μέρας (= μεσημέρι)/της νύχτας (= μεσάνυχτα). Στα ~α της εβδομάδας/του έτους/του καλοκαιριού (πβ. μεσοκαλόκαιρα)/του μηνός/της περιόδου/του 19ου αιώνα (πβ. μισά). Από τα ~α του Μάη έως τα ~α του Ιούνη. Βλ. αρχή, τέλος. ΣΥΝ. μέση (2) 3. & (λόγ.) μέσον (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πρόσωπο που μεσολαβεί χαριστικά και συνήθ. παράτυπα, για την ευνοϊκή διευθέτηση των υποθέσεων κάποιου: Θέλει/χρειάζεται γερό ~. Δεν έχει ~. Έβαλε ~ για να πάρει τη θέση. Διορίστηκε/μπήκε με ~. Πβ. βύσμα. Βλ. έχει (γερό/μεγάλο) δόντι. ● ΣΥΜΠΛ.: Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης/Επικοινωνίας & Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης/Επικοινωνίας & (προφ.) Μέσα (ακρ. ΜΜΕ): ο Τύπος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο ως μέσα μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων: έντυπα/ηλεκτρονικά/ραδιοτηλεοπτικά/ψηφιακά ~ ~. Η επίδραση των ~ων ~ στην κοινή γνώμη. Πβ. μίντια. [< αγγλ. mass media, 1923] , μέσα μεταφοράς/(μεταφορικά) μέσα: οχήματα για τη μεταφορά κυρ. ανθρώπων· ειδικότ. τα Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς: εναέρια/υβριδικά/υδάτινα/χερσαία ~ ~. ~ ~ ξηράς. Ασφαλές/οικολογικό ~ό ~ο. Με κάθε ~ό ~ο η έξοδος των εκδρομέων του Πάσχα. Βλ. αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα, ποδήλατο.|| Δημόσια ~ ~. [< αγγλ. means of transport] , μέσο επικοινωνίας 1. κάθε σύστημα μετάδοσης μηνυμάτων: η γλώσσα/η μουσική/η τέχνη ως ~ ~. Πβ. δίαυλος επικοινωνίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} τα ΜΜΕ., τα μεγάλα μέσα: το πιο ισχυρό και σημαντικό μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού: Έβαλε/επιστράτευσε ~ ~, για να τη γλιτώσει. Κατέφυγαν στα ~ ~. [< γαλλ. les grands moyens] , διδακτικά μέσα βλ. διδακτικός, ένδικα μέσα βλ. ένδικος, θρεπτικό υλικό/μέσο βλ. θρεπτικός, κοινωνικά δίκτυα/μέσα & μέσα κοινωνικής δικτύωσης βλ. κοινωνικός, Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς βλ. μεταφορά, μέσα παραγωγής βλ. παραγωγή, μέσα σταθερής τροχιάς βλ. τροχιά, οπτικοακουστικά/εποπτικά μέσα διδασκαλίας βλ. οπτικοακουστικός, ψυκτικό μέσο βλ. ψυκτικός ● ΦΡ.: δεν έχω τα μέσα: δεν έχω την οικονομική συνήθ. δυνατότητα ή την υλικοτεχνική υποδομή, τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να κάνω κάτι: Δεν είχε τα ~ να σπουδάσει., εν μέσω (λόγ.): σε κατάσταση ή συνθήκες: ~ ~ αντιδράσεων/εξελίξεων/εξετάσεων/καύσωνα/πιέσεων/τουριστικής περιόδου. ~ ~ εντάσεων ξεκίνησε η συνέλευση. ~ ~ πυρών υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο για ..., με κάθε μέσο: με οποιονδήποτε τρόπο: Η δημόσια υγεία πρέπει να προστατευθεί ~ ~. Πβ. πάση θυσία., με πλάγια μέσα: χωρίς διαφάνεια ή αξιοκρατία: Προσπαθώ να πετύχω κάτι ~ ~. Απέκτησε τον τίτλο/κατέλαβε τη θέση/πλούτισε ~ ~. Πβ. παράνομα., εν τω μέσω της νυκτός βλ. νύχτα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός [< 1: γαλλ. moyen(s), αγγλ. mean(s) 2: αρχ. μέσον]

οδός

οδός [ὁδός] ο-δός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. δρόμος: αγροτική/δευτερεύουσα/εμπορική/κεντρική/κοινοτική/κύρια/παραλιακή/περιμετρική ~. ~ ανεφοδιασμού/διέλευσης/παράκαμψης. Ανάπλαση/αποκατάσταση/ασφαλτόστρωση/βελτίωση/διάνοιξη/διαπλάτυνση/επέκταση/μονοδρόμηση/πεζοδρόμηση ~ού. Καθαρισμός/πινακίδες σήμανσης (: οδοσήμανση)/φωτισμός ~ών. Επαρχιακή ~ (: που συνδέει κωμοπόλεις ή χωριά). Η ~ Ακαδημίας. Η Εγνατία ~. Αρίθμηση/μετονομασία/ονοματοθεσία ~ού. Τμήμα ~ού κλειστό λόγω εργασιών. Κατοικία επί/στο ύψος της ~ού ... Αναζήτηση ~ού σε χάρτη. Μένει στην ~ό ... Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των ~ών ...|| (Φυσική) υδάτινη ~ός. (: κανάλι, δίαυλος). 2. (μτφ.) τρόπος δράσης, το σύνολο των μεθόδων και τακτικών που ακολουθούνται για την επίτευξη στόχου, καθώς και η ίδια η πορεία προς αυτόν: εναλλακτική/επίσημη/λανθασμένη/νόμιμη/συναινετική ~. Η μόνη ~ επίλυσης των διαφορών τους είναι η δικαστική. Η επιχείρηση βαδίζει στην ~ό της επιτυχίας.|| Η ~ της αγάπης/αλήθειας/πίστης. Η ~ του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης. 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δίοδος, πέρασμα που επιτρέπει την κυκλοφορία ουσίας στον οργανισμό: (γαστρ)εντερική/μεταβολική/οπτική/ουροφόρος/πεπτική (: σωλήνας)/χοληφόρος ~. Η εκφορητική ~ του ήπατος. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική οδός & (προφ.) εθνική: μεγάλος δημόσιος αυτοκινητόδρομος που συνδέει τις βασικές πόλεις και τους συγκοινωνιακούς κόμβους μεταξύ τους: ~ ~ Αθηνών-Κορίνθου/-Λαμίας., οδός πρόσβασης/προσπέλασης 1. δρόμος αστικού ή επαρχιακού δικτύου που το συνδέει με μια οδό ταχείας κυκλοφορίας. 2. δευτερεύων βοηθητικός δρόμος ο οποίος ενώνει εγκαταστάσεις, κτίρια ή χώρους με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε αυτούς. [< αγγλ. access road] , οδός προτεραιότητας: ειδικά χαρακτηρισμένη και σημασμένη, στην οποία τα οχήματα έχουν προτεραιότητα έναντι των εισερχόμενων από άλλες οδούς: τέλος ~ού ~., οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας: στον οποίο τα αυτοκίνητα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα., αεροφόρος οδός βλ. αεροφόρος, αναπνευστική οδός βλ. αναπνευστικός, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, ευθεία οδός βλ. ευθύς, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): με έμμεσο τρόπο: Απάντησε/έμαθε τα νέα ~ ~.|| (κατ' επέκτ., με παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας:) Διορίστηκε/πήραν την επιχορήγηση ~ ~. ΣΥΝ. με πλάγια μέσα, εν μέση οδώ [ἐν μέσῃ ὀδῷ] (λόγ.): στη μέση του δρόμου και κατ' επέκτ. ενώπιον όλων: Aπόμεινε, ~ ~, να χαζεύει αμήχανος.|| Του επιτέθηκε ~ ~., καθ' οδόν (λόγ.): προχωρώντας, στον δρόμο, κατά την πορεία: ~ ~ προς την πόλη. Βρίσκω/συναντώ κάποιον ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ προς τη νέα χρονιά αναμένονται αλλαγές. Η αναδιάρθρωση της εταιρείας είναι ~ ~., ανά τας οδούς και τας ρύμας βλ. ρύμη, η οδός της απωλείας βλ. απώλεια, μέση οδός/λύση βλ. μέσος, μέσω/διά της διπλωματικής οδού βλ. διπλωματικός, ο δρόμος/η οδός της αρετής/του Κυρίου βλ. αρετή [< αρχ. ὁδός]

παράτυπος

παράτυπος, η, ο πα-ρά-τυ-πος επίθ.: αντικανονικός: ~η: απόφαση/διεξαγωγή (διαγωνισμού)/συμπεριφορά. ~οι: μετανάστες. ~ες: διαδικασίες/ενέργειες/εντολές (πληρωμής)/επιδοτήσεις.|| (ως ουσ., επίσ.) Το ~ο της ένστασης. Βλ. -τυπος1. ΑΝΤ. νόμιμος, νομότυπος ● επίρρ.: παράτυπα & (λόγ.) παρατύπως [< μτγν. παράτυπος 'κίβδηλος', γαλλ. contre la forme]

πτώση

πτώση πτώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ελεύθερη κατακόρυφη κίνηση ενός σώματος υπό την επίδραση της βαρύτητας: (για πρόσ.) ~ από άλογο/μπαλκόνι/ποδήλατο/σκάλα/ύψος. ~ σε γκρεμό/καταρράκτη. ~ με αλεξίπτωτο. ~ από γλίστρημα/παραπάτημα/σπρώξιμο. Κίνδυνος ~ης. Θάνατος/κάταγμα από ~.|| ~ αεροπλάνου (λόγω βλάβης)/βράχων (πβ. κατολίσθηση)/κεραυνού/μαλλιών (= τριχόπτωση)/μετεωρίτη/φύλλων (= φυλλόπτωση)/χαλαζιού (= χαλαζόπτωση)/χιονιού (= χιονόπτωση)/χιονοστιβάδας. Τα αίτια της ~ης του μαχητικού.|| (μτφ.) ~ της αυλαίας του φεστιβάλ (= λήξη).|| (ΙΑΤΡ.) (Παραλυτική) ~ του άνω βλεφάρου (= βλεφαρόπτωση). ~ μήτρας (βλ. πρόπτωση). ~ (= χαλάρωση) των μαστών. ΣΥΝ. πέσιμο (1) 2. γκρέμισμα, κατάρρευση: ~ κτιρίων εξαιτίας του σεισμού. Η ~ του τείχους του Βερολίνου.|| ~ δέντρων λόγω του δυνατού αέρα.|| ~ του οχυρού μετά από πολιορκία. (ΙΣΤ.) Η ~ της Κωνσταντινούπολης (= άλωση). 3. (μτφ.) μείωση: αισθητή/απότομη/δραματική/μεγάλη/μικρή/οριακή/ραγδαία/σημαντική/σταθερή ~. ~ της ανεργίας/της απόδοσης/των βάσεων/των επιδόσεων/της ζήτησης/της θερμοκρασίας/της (τουριστικής) κίνησης (πβ. ύφεση)/των μετοχών/των τιμών (= αποπληθωρισμός). Ανακοπή/αποτροπή της ~ης. Συνέπειες της ~ης. Σε ~ (βρίσκεται) η δημοτικότητα του ... Παρατηρείται ~ των εισπράξεων/των πωλήσεων. Πβ. κάμψη, υποχώρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε/σημείωσε/υπέστη ~ (σε ποσοστό ...%). Με ~ έκλεισε το ΧΑΑ. Βλ. κραχ.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του αιματοκρίτη (βλ. αναιμία)/της πίεσης (βλ. υπόταση)/του πυρετού. ΑΝΤ. άνοδος (1) 4. διακοπή της λειτουργίας ηλεκτρικού κυκλώματος: ~ της ασφάλειας/του ρεύματος. 5. (μτφ.) απώλεια θέσης, δύναμης: ~ του καθεστώτος/της κυβέρνησης. ~ βασιλιά από το αξίωμά του (= έκπτωση, καθαίρεση).|| Ηθική/πνευματική/πολιτιστική ~ (= διάλυση, κατάπτωση, ξεπεσμός, παρακμή). ~ του βιοτικού/μορφωτικού επιπέδου. Παρακμή και ~ μιας αυτοκρατορίας.|| Τον παρέσυρε στην ~ (= στον βούρκο, στην καταστροφή).|| ~ του ηθικού.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ (των Πρωτοπλάστων) από τον Παράδεισο.|| (ΦΙΛΟΛ.) Η ~ του ήρωα μιας τραγωδίας. ΑΝΤ. άνοδος (3) 6. ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους μορφολογικούς τύπους που σχηματίζουν οι κλιτές λέξεις εκτός από τα ρήματα: ονομαστική, γενική, αιτιατική, κλητική (~) ενικού/πληθυντικού. Ορθές ~εις (: η ονομαστική και η κλητική). Βλ. αφαιρετική, δοτική. 7. ΜΟΥΣ. σύνδεση δύο ή περισσότερων συγχορδιών, ώστε να επιτυγχάνεται το χώρισμα μιας φράσης από μια άλλη, να δημιουργείται δηλ. η εντύπωση της κατάληξης: ατελής ή μισή/διακεκομμένη, απροσδόκητος ή απρόοπτος/πλαγία ή εκκλησιαστική/τελεία ~. ~ στη δεσπόζουσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη πτώση 1. ΦΥΣ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα μόνο με την επίδραση του βάρους του. 2. (μτφ.) ανεξέλεγκτη καθοδική πορεία: Σε ~ ~ η καριέρα του/οι λιανικές πωλήσεις. 3. το χρονικό διάστημα της πτώσης του αλεξιπτωτιστή, προτού ανοίξει το αλεξίπτωτο. [< αγγλ. free fall, 1919] , κατακόρυφη/κάθετη πτώση (μτφ.): απότομη και δραματική μείωση: ~ ~ των εξαγωγών/της παραγωγής., πλάγιες πτώσεις: ΓΡΑΜΜ. η γενική, η αιτιατική και (στην Αρχαία Ελληνική) η δοτική. ● ΦΡ.: μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως: μέχρις εσχάτων, μέχρις εξαντλήσεως: μάχη ~ ~. Πολέμησαν ~ ~.|| Χορέψαμε ~ ~. [< 1, 2, 6: αρχ. πτῶσις, γαλλ. chute, ptose, αγγλ. drop, fall 7: ιταλ. cadenza]

σκλήρυνση

σκλήρυνση σκλή-ρυν-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αλλαγή της στάσης, της συμπεριφοράς κάποιου ή μιας κατάστασης προς την ακαμψία, την αδιαλλαξία, την αυστηρότητα ή τη σκληρότητα: ιδεολογική ~. ~ των θέσεων/της πολιτικής (κάποιου).|| ~ της αστυνόμευσης/του καθεστώτος/των κανονισμών/των κυρώσεων/των μέτρων/της νομοθεσίας/των συνθηκών (εργασίας). ~ των όρων/προϋποθέσεων εισαγωγής εταιρειών στο χρηματιστήριο. Πβ. αυστηροποίηση. 2. ΙΑΤΡ. & σκλήρωση: παθολογική μεταβολή ιστού ή οργάνου του σώματος προς το σκληρότερο, η οποία οφείλεται σε αύξηση του συνδετικού ιστού λόγω υπερβολικής παραγωγής κολλαγόνου: αρτηριακή (= αρτηριοσκλήρωση)/δερματική ~. ~ των αγγείων/μυών. Συστηματική ~ (= σκληρόδερμα).|| (συνεκδ., τα σημεία του δέρματος που παρουσιάζουν τέτοιες μεταβολές:) ~ύνσεις αγκώνων. Θεραπεία των ~ύνσεων. Βλ. κάλος, νεφρο~, οστεο~, ωτο~. 3. προοδευτική αύξηση της στερεότητας και της αντοχής υλικού, κυρ. μετά από ειδική επεξεργασία: ~ του σκυροδέματος/τσιμέντου. ~ μετάλλων/χάλυβα. Πβ. βαφή. ΑΝΤ. μαλάκωμα ● ΣΥΜΠΛ.: πλαγία μυατροφική σκλήρυνση: ΙΑΤΡ. εκφυλιστική νόσος του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από αλλοιώσεις των κινητικών νευρώνων και επιφέρει μυϊκή αδυναμία, αναπηρία και τελικά τον θάνατο. [< γαλλ. sclérose latérale amyotrophique] , σκλήρυνση κατά πλάκας & (σπάν.) πολλαπλή σκλήρυνση: ΙΑΤΡ. χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος που προκαλεί απομυελίνωση των νεύρων και οδηγεί σε σταδιακή παράλυση. [< γαλλ. sclérose en plaques, αγγλ. multiple sclerosis, 1885] [< μτγν. σκλήρυνσις, γαλλ. durcissement, induration, sclérose]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.