Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλάκωμα πλά-κω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (μτφ.) σωματική ή κυρ. ψυχική ενόχληση, δυσφορία: ~ στο στήθος.|| ~ στην καρδιά/στην ψυχή (= ψυχο~). Έχω/νιώθω ένα ~. Πβ. αγκούσα. ΣΥΝ. βάρος (2) 2. (μτφ.) ξυλοδαρμός, καβγάς ή γενικότ. σύγκρουση, διαμάχη: άγριο ~. Πβ. μαλλιοτράβηγμα, σκοτωμός. 3. (σπάν.-κυριολ.) άσκηση πίεσης, σύνθλιψη, κάλυψη με κάτι ογκώδες. [< μεσν. πλάκωμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.