Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλάτυσμα πλά-τυ-σμα ουσ. (ουδ.) 1. πλάτωμα (συνήθ. σε δρόμους) ή γενικότ. οτιδήποτε προέρχεται από πλάτυνση. 2. ΑΝΑΤ. καθένας από τους δύο πλατείς μυς που βρίσκονται στις δύο πλευρές του λαιμού και εκτείνονται από την κάτω γνάθο ως το οστό της κλείδας∙ συμμετέχει στις κινήσεις του στόματος και του σαγονιού. [< μτγν. πλάτυσμα ‘πεπλατυσμένο αντικείμενο’ 2: αγγλ. platysma]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.