Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]


  • πλέον πλέ-ον επίρρ. 1. πια: Διεύθυνση που δεν ισχύει ~. Δεν εκπλήσσομαι ~ με τίποτα. Είναι ~ γεγονός. Τώρα ~ γίνεται απολύτως ξεκάθαρο ότι ... Καμιά ελπίδα ~ για ...|| Δεν υφίσταται ~ ο κίνδυνος να ... ΣΥΝ. στο εξής.|| 2. παραπάνω, περισσότερο: Έναν και ~ χρόνο μετά. Συγκεντρώθηκαν χίλιοι και ~ άνθρωποι.|| (+ γεν., λόγ.) Έργο που θα διαρκέσει ~ (= πάνω από) των ... ετών. ~ (: εκτός από) της κανονικής χρέωσης, καταβάλλεται και πρόσθετο τέλος. Πενήντα ευρώ ~ (= συν, ΑΝΤ. περιλαμβανομένου) ΦΠΑ/χαρτοσήμου. 3. {+ άρθ., για τον περιφραστικό σχηματισμό του υπερθετικού βαθμού} ο πιο: Είναι ο ~ αρμόδιος να απαντήσει. Η ~ κατάλληλη στιγμή για ... Οι ~ πρόσφατες εξελίξεις. ● ΦΡ.: και πλέον ου (λόγ.): και τίποτα περισσότερο: Και πώς αντέδρασαν; Ψέλλισαν πως «λυπούνται πολύ» ~ ~., πλέον ή βέβαιον (λόγ.): περισσότερο από βέβαιο: Είναι ~ ~ ότι θα ... [< αρχ. πλέον]
  • πλεονάζω πλε-ο-νά-ζω ρ. (αμτβ.) {πλεόνα-σε, μτχ. πλεονάζ-ων, -ουσα, -ον, συνήθ. στο γ' πρόσ.}: ξεπερνώ σε αριθμό ή ποσότητα το απαιτούμενο, επιτρεπτό ή επιθυμητό όριο: Προσωπικό που ~ει (: είναι υπεράριθμο). Στοιχεία που ~ουν (= περιττεύουν).|| (μτφ.) ~σε η αγάπη. ΣΥΝ. περισσεύω [< αρχ. πλεονάζω]
  • πλεονάζων , ουσα, ον πλε-ο-νά-ζων επίθ. (λόγ.): που είναι περιττός, παραπανίσιος: ~ων: αριθμός (υπαλλήλων)/χρόνος. ~ουσα: παραγωγή/ποσότητα. ~ον: βάρος/(εργατικό) δυναμικό/προσωπικό. Πβ. πλεονασματικός. ΣΥΝ. υπεράριθμος [< μτγν. πλεονάζων, αγγλ. surplus]
  • πλεόνασμα πλε-ό-να-σμα ουσ. (ουδ.) {πλεονάσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΟΙΚΟΝ. χρηματικό ποσό ή παραγόμενο αγαθό που είναι περισσότερο συγκριτικά με αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει (κυρ. στην περίπτωση που τα έσοδα είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες)∙ ποσότητα παραγωγής που δεν απορροφάται από την αγορά: δημοσιονομικό/διαθέσιμο/εμπορικό ~. ~ ισοζυγίου/προϋπολογισμού. ~ της τάξης του ... %. Αύξηση ~ατος. Πρωτογενή ~ατα. Βλ. παθητικό. ΑΝΤ. έλλειμμα (1) 2. περίσσευμα, ό,τι υπάρχει επιπλέον, παραπάνω: ~ προσωπικού.|| (μτφ.) ~ δύναμης/υποκρισίας. Πβ. περίσσεια. ΑΝΤ. έλλειψη (1) [< μτγν. πλεόνασμα 'πληθώρα, υπεραφθονία', γαλλ.-αγγλ. surplus]
  • πλεονασματικός , ή, ό πλε-ο-να-σμα-τι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. που παρουσιάζει πλεόνασμα: ~ός: προϋπολογισμός. ~ό: ισοζύγιο. ~ά: αποθέματα/προϊόντα. ΑΝΤ. ελλειμματικός (1) 2. (σπανιότ.-μτφ.) που υπάρχει επιπλέον, πλεονάζων: ~ή: θέση. ● επίρρ.: πλεονασματικά [< γαλλ. bénéficiaire]
  • πλεονασμός πλε-ο-να-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις απαιτούμενες λέξεις για την απόδοση ενός νοήματος (συχνά ως στοιχείο λογοτεχνικού ύφους): π.χ. Μην ξαναέρθεις πάλι. Βλ. αναδίπλωση, βραχυ-, ταυτο-λογία. 2. (γενικότ.) περιττολογία: Θα ήταν ~ να μιλήσει κανείς για ευθύνες. Δεν είναι ~ να τονίσουμε το γεγονός. Επαναλήψεις και ~οί. Πβ. πλατειασμός. 3. πληθώρα στοιχείων που επαναλαμβάνονται ή περισσεύουν σε ένα σύστημα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης, βλάβης, δυσλειτουργίας: (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδοµένων. Σφάλμα ~ού. [< 1,2: μτγν. πλεονασμός, γαλλ. pléonasme, αγγλ. pleonasm 3: αγγλ. redundancy]
  • πλεοναστικός , ή, ό πλε-ο-να-στι-κός επίθ. 1. που πλεονάζει. Πβ. υπερβολικός. Βλ. ελλειπτικός. 2. (σπάν.) πλεονασματικός. ● επίρρ.: πλεοναστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. πλεοναστικός, γαλλ. pléonastique, αγγλ. pleonastic]
  • πλεονέκτημα πλε-ο-νέ-κτη-μα ουσ. (ουδ.) {πλεονεκτήμ-ατος | -ατα, -άτων}: θετικός παράγοντας ή χαρακτηριστικό που κάνει κάποιον ή κάτι να υπερέχει συγκριτικά, αποτελώντας κέρδος, όφελος: διαπραγματευτικό/επιχειρηματικό/πολιτικό/στρατηγικό ~. Θεσμικά/κοινωνικά/λειτουργικά/οικονομικά/περιβαλλοντικά/τεχνολογικά/φορολογικά ~ατα. Τα (βασικότερα/κυριότερα) ~ατα του διαδικτύου/μιας μεθόδου. Περιοχή που εμφανίζει/παρουσιάζει το ισχυρό/πρόσθετο ~ ότι/να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Το ~ (του) να είναι … Αξιοποιώ/απολαμβάνω/εκμεταλλεύομαι τα ~ατα μιας νέας συσκευής. Εξοπλισμός που διαθέτει/εξασφαλίζει/παρέχει/προσφέρει μοναδικά/πολλά/σημαντικά ~ατα (έναντι των υπολοίπων/σε σύγκριση με τους άλλους). Πβ. προβάδισμα, προσόν, προτέρημα, υπεροχή. ΣΥΝ. αβαντάζ (1), ατού (1) ΑΝΤ. μειονέκτημα ● ΣΥΜΠΛ.: ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: ΟΙΚΟΝ. καθένα από τα χαρακτηριστικά επιχείρησης, προϊόντος ή υπηρεσίας που ευνοεί την επικράτησή τους στην αγορά. [< αγγλ. competitive advantage] , μηχανικό πλεονέκτημα: ΦΥΣ. ο λόγος της δύναμης που παράγει μια μηχανή προς τη δύναμη που εφαρμόζεται σε αυτή. [< αγγλ. mechanical advantage] , συγκριτικό πλεονέκτημα ΟΙΚΟΝ. 1. υπεροχή σε σύγκριση με κάτι: Εταιρεία που διαθέτει το ~ ~ της εξατομίκευσης των υπηρεσιών (έναντι των ανταγωνιστών της/σε σχέση με άλλες). 2. υπεροχή μιας χώρας έναντι άλλης στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου αγαθού. [< αγγλ. comparative advantage] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας βλ. έδρα ● ΦΡ.: αφήνω (το) πλεονέκτημα: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) αφήνω την ομάδα που έχει την μπάλα στην κατοχή της να συνεχίσει (τον αγώνα), αν και προηγήθηκε παράβαση υπέρ της: Ο διαιτητής δεν άφησε ~ και υπέδειξε φάουλ έξω από την περιοχή. [< αρχ. πλεονέκτημα]
  • πλεονέκτης πλε-ο-νέ-κτης ουσ. (αρσ.) {πλεονεκτών | σπάν. θηλ. πλεονέκτρα} & (σπάν.-προφ.) πλεονέχτης: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από πλεονεξία. Πβ. αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος. ΑΝΤ. ολιγαρκής [< αρχ. πλεονέκτης]
  • πλεονεκτικός , ή, ό πλε-ο-νε-κτι-κός επίθ.: που υπερτερεί, είναι καλύτερος ή ανώτερος, συγκριτικά με κάτι ή κάποιον: ~ή: μεταχείριση/περιοχή/τιμή/τοποθεσία. ~ό: σημείο. Βρίσκομαι σε ~ή/~ότερη θέση. Πβ. ευνοϊκός, προνομιακός. ΑΝΤ. μειονεκτικός ● επίρρ.: πλεονεκτικά [< αρχ. πλεονεκτικός ‘απαιτητικός, φιλόδοξος, επωφελής’, γαλλ. avantageux]
  • πλεονεκτικότητα πλε-ο-νε-κτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του πλεονεκτικού. Πβ. ανωτερότητα, υπεροχή. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. μειονεκτικότητα
  • πλεονεκτώ [πλεονεκτῶ] πλε-ο-νε-κτώ ρ. (αμτβ.) {πλεονεκτ-είς ..., -ώντας| συνήθ. στον ενεστ. κ. παρατ.}: είμαι καλύτερος, ανώτερος από κάποιον ή κάτι, βρίσκομαι σε καλύτερη θέση, υπερτερώ: ~εί κατά πολύ. ~εί σε πολλά σημεία. ~εί ως προς ... Η μέθοδος αυτή ~εί σε σύγκριση/σχέση με άλλες.|| (λόγ.) ~εί (έναντι) των αντιπάλων του. ΣΥΝ. υπερέχω ΑΝΤ. μειονεκτώ [< αρχ. πλεονεκτῶ]
  • πλεονεξία πλε-ο-νε-ξί-α ουσ. (θηλ.): τάση κάποιου να επιζητά συνεχώς περισσότερα από όσα έχει, δικαιούται ή χρειάζεται: ακόρεστη ~. Πβ. αδηφαγία, απληστία. ΑΝΤ. ολιγάρκεια [< αρχ. πλεονεξία]
  • πλεονέχτης βλ. πλεονέκτης

αναδίπλωση

αναδίπλωση [ἀναδίπλωση] α-να-δί-πλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. δίπλωση στα δύο: ~ του καθίσματος. Mηχανισμός/σύστημα ~ης. ΣΥΝ. σύμπτυξη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμμής/λέξης (: αυτόματη μεταφορά της στην αρχή της επόμενης γραμμής, όταν βγαίνει εκτός περιθωρίου).|| (ΒΙΟΛ.) Η ~ της πολυπεπτιδικής/πρωτεϊνικής αλυσίδας. 2. υποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων: γενική/μερική/σταδιακή ~. 3. (μτφ.) υιοθέτηση διαλλακτικής στάσης: στρατηγική/τακτική ~ης. Οδηγήθηκε σε/υποχρεώθηκε σε ~ από την αρχική του θέση. Πβ. υπαναχώρηση. 4. ΦΙΛΟΛ. (ως σχήμα λόγου) επανάληψη λέξης ή φράσης, συνήθ. για εμφατικούς λόγους: Δίπλα-δίπλα. Γελάς, γελάς, αλλά δεν έχεις ιδέα για το τι σε περιμένει. Βλ. πλεονασμός. [< 1,2,3: γαλλ. repli 4: μτγν. ἀναδίπλωσις]

έδρα

έδρα [ἕδρα] έ-δρα ουσ. (θηλ.) {εδρ-ών} 1. τόπος ή κτίριο όπου λειτουργεί ή στεγάζεται μόνιμα η διοίκηση Αρχής ή νομικού προσώπου: η ~ των Ηνωμένων Εθνών/του ΝΑΤΟ. Η νόμιμη ~ της τράπεζας. Η ιστορική έδρα του δήμου ... Το νησί αποτελεί διοικητική ~ του Πανεπιστημίου. Η ~ (: τα κεντρικά γραφεία) της επιχείρησης/του ιδρύματος/του ομίλου. Έχει ως επαγγελματική ~ την οικία της. (για νομικό πρόσωπο) Η καταστατική ~ (: που ορίζεται από το καταστατικό) και η πραγματική ~ (: όπου πράγματι λειτουργεί η διοίκηση).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επισκοπική ~. Η ~ του Πατριαρχείου (= πατριαρχική ~).|| (προφ.) Επιστρέψαμε στην ~ μας (= στον τόπο διαμονής). Πβ. βάση. 2. (μτφ.) θέση ή αξίωμα δημόσιου λειτουργού σε ένα σώμα· κυρ. καθεμία από τις βουλευτικές θέσεις τις οποίες έχει μια εκλογική περιφέρεια ή κερδίζει ένα κόμμα στις εκλογές· (ειδικότ.-παλαιότ.) θέση καθηγητή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Προκήρυξη για την πλήρωση μιας ~ας τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Δικαστική ~. (περιληπτ., το σύνολο των δικαστών σε μια δίκη:) H ~ αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ... Ο εισαγγελέας της ~ας.|| Κοινοβουλευτική ~. Απόλυτη πλειοψηφία ~ών στη Βουλή. Κατανομή ~ών. Η αναλογικότητα ψήφων-~ών. Το κόμμα έχασε συνολικά ... ~ες.|| Πανεπιστημιακή ~. Πβ. θώκος. 3. ΑΘΛ. το γήπεδο μιας ομάδας· συνεκδ. το σύνολο των οπαδών της που παρευρίσκονται σε αυτό και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα, ως παράγοντες που επηρεάζουν την έκβασή του: απόρθητη (: για ανίκητη ομάδα στους εντός του γηπέδου της αγώνες)/ουδέτερη (: που δεν είναι το γήπεδο καμιάς από τις αγωνιζόμενες ομάδες)/φυσική ~. Νικήσαμε/χάσαμε στην ~ μας.|| Γερή/δύσκολη/σκληρή ~.|| (προφ.) Διαιτητής που παίζει/σφυρίζει ~ (: μεροληπτεί υπέρ των γηπεδούχων). 4. βάθρο ομιλητή, δασκάλου, δικαστή, εφοδιασμένο με κάθισμα ή γραφείο: υπερυψωμένη ~. Ο πρόεδρος της Βουλής ανέβηκε στην ~ (πβ. βήμα). Πβ. εξ~, πόντιουμ. 5. (λόγ.) κάθισμα: ανακλινόμενη/περιστρεφόμενη ~. Ενιαία/ξεχωριστή ~-πλάτη πολυθρόνας. ~ που ρυθμίζεται καθ' ύψος. Ηλεκτρονική ανύψωση ~ας. Πβ. θέση. 6. ΓΕΩΜ. καθένα από τα πολύγωνα που αποτελούν την κλειστή επιφάνεια ενός στερεού σχήματος ή τα ημιεπίπεδα μιας δίεδρης γωνίας: τριγωνικές ~ες. Οι ~ες του κύβου.|| Οι ~ες του διαμαντιού. 7. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. πρωκτός· γλουτοί, οπίσθια. Πβ. σφιγκτήρας. 8. (επιστ.) κέντρο: ~ της νόησης είναι ο εγκέφαλος. ● ΣΥΜΠΛ.: η Αγία Έδρα: ΘΡΗΣΚ. το Βατικανό ως τόπος όπου διαμένει και ασκεί την εξουσία του ο πάπας· συνεκδ. οι εκπρόσωποί του. [< ιταλ. la Santa Sede] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας: ΑΘΛ. για περιπτώσεις όπου μια ομάδα είναι γηπεδούχος ή φιλοξενούμενη στον πρώτο από μια σειρά αγώνων, επομένως πλεονεκτεί ή μειονεκτεί, αντίστοιχα, έναντι της αντιπάλου της στην προσπάθεια να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό νικών για πρόκριση σε επόμενη φάση ή κατάκτηση τροπαίου: Διατηρούν το πλεονέκτημα (της) έδρας. ● ΦΡ.: εκτός έδρας 1. ΑΘΛ. στο γήπεδο αντίπαλης ομάδας: νίκη ~ ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. μακριά από τον μόνιμο τόπο εργασίας και διαμονής: Μισθωτός που εργάζεται ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διανυκτέρευση (υπαλλήλου).|| (ως ουσ.) Τα ~ ~. , εντός έδρας: ΑΘΛ. στο γήπεδο που αποτελεί την έδρα της ομάδας: το τελευταίο ~ ~ παιχνίδι. Παίζουμε ~ ~., παρά φύση έδρα & (λόγ.) παρά φύσιν έδρα: ΙΑΤΡ. τεχνητό απεκκριτικό στόμιο στην κοιλιακή χώρα, που δημιουργείται με ειλεοστομία. [< αγγλ. abdominal anus, γαλλ. anus abdominal] [< αρχ. ἕδρα, γαλλ. siège, chaire 6: μτγν. ἕδρα]

ελλειπτικός

ελλειπτικός, ή, ό [ἐλλειπτικός] ελ-λει-πτι-κός επίθ. 1. που έχει το σχήμα της έλλειψης: (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ός: γαλαξίας. Διαστημόπλοιο/πλανήτες σε ~ή κίνηση/τροχιά. Πβ. ελλειψοειδής.|| (ΜΑΘ.) ~ές: εξισώσεις/καμπύλες/συναρτήσεις. ~ά: ολοκληρώματα. Βλ. διαφορ-, παραβολ-ικός.|| (ΓΕΩΜ.) ~ός: κύλινδρος. ~ή: Γεωμετρία (: μη ευκλείδεια). 2. που παρουσιάζει ελλείψεις: ~ή: αφήγηση/γραφή/διατύπωση (βλ. βραχυλογία). ~ό: ύφος. Πβ. αποσπασματ-, αφαιρετ-, λακων-, τηλεγραφ-ικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: υποθετικός λόγος (: παραλείπεται το ένα σκέλος του). ~ή: πρόταση (: απουσιάζουν ένας ή περισσότεροι βασικοί συντακτικοί όροι ως ευκόλως εννοούμενοι). ~ό: (= ελλιπές) ρήμα (: ως προς τους χρόνους του). ~ά: ονόματα (: ως προς τις πτώσεις τους). ● επίρρ.: ελλειπτικά (σπάν.) & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ελλειπτικό (μηχάνημα/όργανο): ΓΥΜΝ. σύνθετο όργανο γυμναστικής που συνδυάζει το ποδήλατο, το στεπ και άλλες αερόβιες ασκήσεις, επιβαρύνοντας ελάχιστα τις αρθρώσεις. Βλ. αεροβική, κωπηλατικό. [< αγγλ. elliptical machine, 1996] [< 1: γαλλ. elliptique, αγγλ. elliptical 2: μτγν. ἐλλειπτικός] ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παθητικό

παθητικό πα-θη-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. το σύνολο των υποχρεώσεων, δηλ. οφειλών, χρεών, μιας επιχείρησης προς τρίτους (ασφαλιστικούς οργανισμούς, Δημόσιο, υπαλλήλους, προμηθευτές, τράπεζες): βραχυπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο/μεσοπρόθεσμο ~. Το ~ της εταιρείας ανέρχεται σε .../υπερβαίνει το ποσό των ... ευρώ. Δεσμεύτηκε ότι θα καλυφθεί το ~. Βλ. ισολογισμός. ΑΝΤ. ενεργητικό ● ΦΡ.: έχει/εγγράφεται στο παθητικό του/της: του/της καταλογίζεται ως αρνητικό, μείον: Η ομάδα έχει ήδη δύο ήττες ~ ~ της. Η απροθυμία τους εγγράφεται ~ ~ τους. [< γαλλ. passif]

πλεονέκτης

πλεονέκτης πλε-ο-νέ-κτης ουσ. (αρσ.) {πλεονεκτών | σπάν. θηλ. πλεονέκτρα} & (σπάν.-προφ.) πλεονέχτης: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από πλεονεξία. Πβ. αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος. ΑΝΤ. ολιγαρκής [< αρχ. πλεονέκτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.