αναδίπλωση [ἀναδίπλωση] α-να-δί-πλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. δίπλωση στα δύο: ~ του καθίσματος. Mηχανισμός/σύστημα ~ης. ΣΥΝ. σύμπτυξη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμμής/λέξης (: αυτόματη μεταφορά της στην αρχή της επόμενης γραμμής, όταν βγαίνει εκτός περιθωρίου).|| (ΒΙΟΛ.) Η ~ της πολυπεπτιδικής/πρωτεϊνικής αλυσίδας. 2. υποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων: γενική/μερική/σταδιακή ~. 3. (μτφ.) υιοθέτηση διαλλακτικής στάσης: στρατηγική/τακτική ~ης. Οδηγήθηκε σε/υποχρεώθηκε σε ~ από την αρχική του θέση. Πβ. υπαναχώρηση. 4. ΦΙΛΟΛ. (ως σχήμα λόγου) επανάληψη λέξης ή φράσης, συνήθ. για εμφατικούς λόγους: Δίπλα-δίπλα. Γελάς, γελάς, αλλά δεν έχεις ιδέα για το τι σε περιμένει. Βλ. πλεονασμός. [< 1,2,3: γαλλ. repli 4: μτγν. ἀναδίπλωσις]
έδρα [ἕδρα] έ-δρα ουσ. (θηλ.) {εδρ-ών} 1. τόπος ή κτίριο όπου λειτουργεί ή στεγάζεται μόνιμα η διοίκηση Αρχής ή νομικού προσώπου: η ~ των Ηνωμένων Εθνών/του ΝΑΤΟ. Η νόμιμη ~ της τράπεζας. Η ιστορική έδρα του δήμου ... Το νησί αποτελεί διοικητική ~ του Πανεπιστημίου. Η ~ (: τα κεντρικά γραφεία) της επιχείρησης/του ιδρύματος/του ομίλου. Έχει ως επαγγελματική ~ την οικία της. (για νομικό πρόσωπο) Η καταστατική ~ (: που ορίζεται από το καταστατικό) και η πραγματική ~ (: όπου πράγματι λειτουργεί η διοίκηση).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επισκοπική ~. Η ~ του Πατριαρχείου (= πατριαρχική ~).|| (προφ.) Επιστρέψαμε στην ~ μας (= στον τόπο διαμονής). Πβ. βάση. 2. (μτφ.) θέση ή αξίωμα δημόσιου λειτουργού σε ένα σώμα· κυρ. καθεμία από τις βουλευτικές θέσεις τις οποίες έχει μια εκλογική περιφέρεια ή κερδίζει ένα κόμμα στις εκλογές· (ειδικότ.-παλαιότ.) θέση καθηγητή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Προκήρυξη για την πλήρωση μιας ~ας τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Δικαστική ~. (περιληπτ., το σύνολο των δικαστών σε μια δίκη:) H ~ αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ... Ο εισαγγελέας της ~ας.|| Κοινοβουλευτική ~. Απόλυτη πλειοψηφία ~ών στη Βουλή. Κατανομή ~ών. Η αναλογικότητα ψήφων-~ών. Το κόμμα έχασε συνολικά ... ~ες.|| Πανεπιστημιακή ~. Πβ. θώκος. 3. ΑΘΛ. το γήπεδο μιας ομάδας· συνεκδ. το σύνολο των οπαδών της που παρευρίσκονται σε αυτό και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα, ως παράγοντες που επηρεάζουν την έκβασή του: απόρθητη (: για ανίκητη ομάδα στους εντός του γηπέδου της αγώνες)/ουδέτερη (: που δεν είναι το γήπεδο καμιάς από τις αγωνιζόμενες ομάδες)/φυσική ~. Νικήσαμε/χάσαμε στην ~ μας.|| Γερή/δύσκολη/σκληρή ~.|| (προφ.) Διαιτητής που παίζει/σφυρίζει ~ (: μεροληπτεί υπέρ των γηπεδούχων). 4. βάθρο ομιλητή, δασκάλου, δικαστή, εφοδιασμένο με κάθισμα ή γραφείο: υπερυψωμένη ~. Ο πρόεδρος της Βουλής ανέβηκε στην ~ (πβ. βήμα). Πβ. εξ~, πόντιουμ. 5. (λόγ.) κάθισμα: ανακλινόμενη/περιστρεφόμενη ~. Ενιαία/ξεχωριστή ~-πλάτη πολυθρόνας. ~ που ρυθμίζεται καθ' ύψος. Ηλεκτρονική ανύψωση ~ας. Πβ. θέση. 6. ΓΕΩΜ. καθένα από τα πολύγωνα που αποτελούν την κλειστή επιφάνεια ενός στερεού σχήματος ή τα ημιεπίπεδα μιας δίεδρης γωνίας: τριγωνικές ~ες. Οι ~ες του κύβου.|| Οι ~ες του διαμαντιού. 7. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. πρωκτός· γλουτοί, οπίσθια. Πβ. σφιγκτήρας. 8. (επιστ.) κέντρο: ~ της νόησης είναι ο εγκέφαλος. ● ΣΥΜΠΛ.: η Αγία Έδρα: ΘΡΗΣΚ. το Βατικανό ως τόπος όπου διαμένει και ασκεί την εξουσία του ο πάπας· συνεκδ. οι εκπρόσωποί του. [< ιταλ. la Santa Sede] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας: ΑΘΛ. για περιπτώσεις όπου μια ομάδα είναι γηπεδούχος ή φιλοξενούμενη στον πρώτο από μια σειρά αγώνων, επομένως πλεονεκτεί ή μειονεκτεί, αντίστοιχα, έναντι της αντιπάλου της στην προσπάθεια να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό νικών για πρόκριση σε επόμενη φάση ή κατάκτηση τροπαίου: Διατηρούν το πλεονέκτημα (της) έδρας. ● ΦΡ.: εκτός έδρας 1. ΑΘΛ. στο γήπεδο αντίπαλης ομάδας: νίκη ~ ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. μακριά από τον μόνιμο τόπο εργασίας και διαμονής: Μισθωτός που εργάζεται ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διανυκτέρευση (υπαλλήλου).|| (ως ουσ.) Τα ~ ~. , εντός έδρας: ΑΘΛ. στο γήπεδο που αποτελεί την έδρα της ομάδας: το τελευταίο ~ ~ παιχνίδι. Παίζουμε ~ ~., παρά φύση έδρα & (λόγ.) παρά φύσιν έδρα: ΙΑΤΡ. τεχνητό απεκκριτικό στόμιο στην κοιλιακή χώρα, που δημιουργείται με ειλεοστομία. [< αγγλ. abdominal anus, γαλλ. anus abdominal] [< αρχ. ἕδρα, γαλλ. siège, chaire 6: μτγν. ἕδρα]
ελλειπτικός, ή, ό [ἐλλειπτικός] ελ-λει-πτι-κός επίθ. 1. που έχει το σχήμα της έλλειψης: (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ός: γαλαξίας. Διαστημόπλοιο/πλανήτες σε ~ή κίνηση/τροχιά. Πβ. ελλειψοειδής.|| (ΜΑΘ.) ~ές: εξισώσεις/καμπύλες/συναρτήσεις. ~ά: ολοκληρώματα. Βλ. διαφορ-, παραβολ-ικός.|| (ΓΕΩΜ.) ~ός: κύλινδρος. ~ή: Γεωμετρία (: μη ευκλείδεια). 2. που παρουσιάζει ελλείψεις: ~ή: αφήγηση/γραφή/διατύπωση (βλ. βραχυλογία). ~ό: ύφος. Πβ. αποσπασματ-, αφαιρετ-, λακων-, τηλεγραφ-ικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: υποθετικός λόγος (: παραλείπεται το ένα σκέλος του). ~ή: πρόταση (: απουσιάζουν ένας ή περισσότεροι βασικοί συντακτικοί όροι ως ευκόλως εννοούμενοι). ~ό: (= ελλιπές) ρήμα (: ως προς τους χρόνους του). ~ά: ονόματα (: ως προς τις πτώσεις τους). ● επίρρ.: ελλειπτικά (σπάν.) & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ελλειπτικό (μηχάνημα/όργανο): ΓΥΜΝ. σύνθετο όργανο γυμναστικής που συνδυάζει το ποδήλατο, το στεπ και άλλες αερόβιες ασκήσεις, επιβαρύνοντας ελάχιστα τις αρθρώσεις. Βλ. αεροβική, κωπηλατικό. [< αγγλ. elliptical machine, 1996] [< 1: γαλλ. elliptique, αγγλ. elliptical 2: μτγν. ἐλλειπτικός] ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παθητικό πα-θη-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. το σύνολο των υποχρεώσεων, δηλ. οφειλών, χρεών, μιας επιχείρησης προς τρίτους (ασφαλιστικούς οργανισμούς, Δημόσιο, υπαλλήλους, προμηθευτές, τράπεζες): βραχυπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο/μεσοπρόθεσμο ~. Το ~ της εταιρείας ανέρχεται σε .../υπερβαίνει το ποσό των ... ευρώ. Δεσμεύτηκε ότι θα καλυφθεί το ~. Βλ. ισολογισμός. ΑΝΤ. ενεργητικό ● ΦΡ.: έχει/εγγράφεται στο παθητικό του/της: του/της καταλογίζεται ως αρνητικό, μείον: Η ομάδα έχει ήδη δύο ήττες ~ ~ της. Η απροθυμία τους εγγράφεται ~ ~ τους. [< γαλλ. passif]
πλεονέκτης πλε-ο-νέ-κτης ουσ. (αρσ.) {πλεονεκτών | σπάν. θηλ. πλεονέκτρα} & (σπάν.-προφ.) πλεονέχτης: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από πλεονεξία. Πβ. αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος. ΑΝΤ. ολιγαρκής [< αρχ. πλεονέκτης]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ