Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλίνθος πλίν-θος ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) πλίθος (ο) & πλίθα (η) ΟΙΚΟΔ. 1. υλικό από άργιλο ψημένη σε καμίνι ή πηλό αποξηραμένο στον ήλιο, που κατασκευάζεται σε καλούπια με σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου. Βλ. οπτό-, ωμό-πλινθος, τούβλο. 2. πλιθί. ● ΦΡ.: (λίθοι,) πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα βλ. ατάκτως [< αρχ. πλίνθος]

ατάκτως

ατάκτως [ἀτάκτως] α-τά-κτως επίρρ. (λόγ.): χωρίς τάξη, απείθαρχα: Το στράτευμα υποχώρησε ~.|| (ειρων.) Η κυβέρνηση υπαναχωρεί ~. ● ΦΡ.: (λίθοι,) πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα & ατάκτως ερριμμένα (εσφαλμ. ερριμμένοι): (λόγ.) για να δηλωθεί έλλειψη οργάνωσης, τάξης ή ερείπωση, καταστροφή: ~ ~ , χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ο εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης.|| ~ ~ ήταν ό,τι απέμεινε μετά τον σεισμό.|| (μτφ.) Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες. [< αρχ. ἀτάκτως]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.