πλίνθος πλίν-θος ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) πλίθος (ο) & πλίθα (η) ΟΙΚΟΔ. 1. υλικό από άργιλο ψημένη σε καμίνι ή πηλό αποξηραμένο στον ήλιο, που κατασκευάζεται σε καλούπια με σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου. Βλ. οπτό-, ωμό-πλινθος, τούβλο.2. πλιθί. ● ΦΡ.: (λίθοι,) πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα βλ. ατάκτως [< αρχ. πλίνθος]
ατάκτως
ατάκτως [ἀτάκτως] α-τά-κτως επίρρ. (λόγ.): χωρίς τάξη, απείθαρχα: Το στράτευμα υποχώρησε ~.|| (ειρων.) Η κυβέρνηση υπαναχωρεί ~. ● ΦΡ.: (λίθοι,) πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα & ατάκτως ερριμμένα (εσφαλμ. ερριμμένοι): (λόγ.) για να δηλωθεί έλλειψη οργάνωσης, τάξης ή ερείπωση, καταστροφή: ~ ~ , χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ο εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης.|| ~ ~ ήταν ό,τι απέμεινε μετά τον σεισμό.|| (μτφ.) Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες. [< αρχ. ἀτάκτως]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.