Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

αριθμός

αριθμός [ἀριθμός] α-ριθ-μός ουσ. (αρσ.) (συντομ. αρ. & αριθμ.) 1. βασική έννοια των μαθηματικών και κατ' επέκτ. ψηφίο, γράμμα ή διάταξη ψηφίων ή/και γραμμάτων που δηλώνει πλήθος, ποσότητα ή θέση σε μια σειρά ομοειδών πραγμάτων και συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε δηλώνεται με αυτό: (ΜΑΘ.) ακέραιος/αλγεβρικός/απόλυτος/άρρητος/αρνητικός/διψήφιος/ζυγός/θετικός/καθαρός/κλασματικός/μιγαδικός/μονός/πρώτος/σύνθετος/τακτικός ~. Αραβικοί (1, 2, 3 ...)/ελληνικοί (α', β', γ'...)/λατινικοί (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ...) ~οί. Δύναμη/τετραγωνική ρίζα ~ού. Οι ιδιότητες των ~ών. Η μελέτη των ~ών (βλ. αριθμητική). Σύστημα ~ών (βλ. αρίθμηση). Ο ~ ένα/επτά/πενήντα. Βλ. λογάριθμος.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικοί ~οί.|| Οδός ..., ~ 40. ~ κινητού. Απόκρυψη τηλεφωνικού ~ού. ~ κλήσης έκτακτης ανάγκης. Διεθνής ~ τυποποίησης βιβλίου (ISBN). ~ αίτησης/δημοσίευσης/δημοτολογίου/διαβατηρίου/δωματίου/καταλόγου/καταχώρησης/λογαριασμού (βλ. IBAN)/μητρώου/πιστωτικής κάρτας/ταυτότητας/τεύχους/ΦΕΚ/φύλλου. Τυχερός ~. Του έπεσε ο πρώτος ~ του λαχείου (= λαχνός).|| Κερδίζει ο ~ ... Ποιος ~ σε κάλεσε; ΣΥΝ. νούμερο (1) 2. (+ γεν.) πλήθος, σύνολο, ποσότητα (προσώπων ή πραγμάτων): εντυπωσιακός/επαρκής/ικανοποιητικός/κλειστός (= numerus clausus)/περιορισμένος/σημαντικός ~ εργαζομένων/θέσεων εργασίας. ~ εισακτέων/θυμάτων/μελών/σελίδων/τουριστών/ψήφων. Μικρός ~ ατόμων (βλ. μειοψηφία). Ο μεγάλος ~ των συμμετεχόντων ... (βλ. πλειοψηφία). Ο ακριβής/κατά προσέγγιση ~ των νεκρών και των αγνοουμένων. Ο μέσος ~ των συναλλαγών (βλ. μέσος όρος). Ο ~ των κρουσμάτων ανεβαίνει/αυξάνεται συνεχώς. Ο συνολικός ~ των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται/φτάνει στις εκατό. Ο ~ των κατοίκων μιας χώρας (= ο πληθυσμός). Ο ~ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης (= το δυναμικό). Ποιος ~ γευμάτων θεωρείται ιδανικός (= πόσα γεύματα); Κάποιος ~ κρατών/προσφύγων (= αρκετοί, μερικοί). Αυξάνω/μειώνω τον ~ό των δυνάμεων. Μετρώ/υπολογίζω τον ~ό των ... (= απαριθμώ). Καθορίζω τον μέγιστο ~ό των δεδομένων. 3. {συνήθ. στον πληθ.} τα χρηματικοοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία, οι δείκτες, τα νούμερα: οι ~οί των δημοσκοπήσεων/εκλογών. Άνθρωποι και ~οί. Οι ~οί λένε ότι ... Οι ~οί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η καταστροφή είναι τεράστια, οι ~οί είναι αμείλικτοι (: αποδίδουν ρεαλιστικά το μέγεθός της). 4. ΓΡΑΜΜ. υποκατηγορία των κλιτών μερών του λόγου: ενικός/πληθυντικός ~. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό κατά/σε γένος, ~ό και πτώση. (στην αρχ. Ελληνική) Δυϊκός ~. 5. {μόνο στον πληθ., με κεφαλ. το Α} ένα από τα βιβλία της Πεντατεύχου. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί: ΜΑΘ. δύο αριθμοί με άθροισμα 0: Δύο ~ ~ έχουν ίσες απόλυτες τιμές., αριθμοί/κωδικοί Ε: δηλώνουν πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα: π.χ. Ε100-180: χρωστικές/Ε200-297: συντηρητικές/Ε300-321: αντιοξειδωτικές/Ε322-495: ομογενοποιητές, σταθεροποιητικές, πηκτικές/Ε500-585: βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας/Ε620-640: ενισχυτικές της γεύσης/Ε900-948: παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη/Ε941-948: αέρια συσκευασίας/Ε950-967: γλυκαντικές/Ε999-1518: άλλες προσθετικές. [< γερμ. E-Nummern, 1981] , αριθμός κινητήρα: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που αναγράφονται στον κινητήρα οχήματος., αριθμός κυκλοφορίας: ανάγλυφα γράμματα και ψηφία στην πινακίδα οχήματος που καθορίζονται από το αρμόδιο υπουργείο. [< αγγλ. (vehicle) registration number, 1903] , αριθμός πλαισίου: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του και δηλώνεται στην άδεια κυκλοφορίας του., αριθμός προτεραιότητας: αυτός που δηλώνει τη σειρά εξυπηρέτησης ενός προσώπου σε τράπεζα ή υπηρεσία και συνεκδ. το χαρτί στο οποίο αναγράφεται: Θα τηρηθεί αυστηρά ο ~ ~. Παίρνω ~ό ~. Οι πολίτες εξυπηρετούνται με ~ό ~. Βλ. λίστα αναμονής. [< αγγλ. priority number] , αριθμός των χρωμοσωμάτων: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. συγκεκριμένο νούμερο χρωμοσωμάτων, χαρακτηριστικό για κάθε ζωικό ή φυτικό οργανισμό. [< αγγλ. chromosome number, 1910] , αύξων αριθμός (συντομ. α.α. κ. αύξ. αρ. ή αριθμ.): δείχνει σειρά σε αριθμητική κατάταξη: ~ ~ αίτησης/απόδειξης/δελτίου/εγγραφής/παραστατικού. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' ~οντα ~ό. [< γερμ. steigende Zahl] , ειδικός εκλογικός αριθμός: διάταξη από δεκατρία ψηφία, που καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της μίας και μοναδικής, για κάθε ψηφοφόρο, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους., θεωρία (των) αριθμών: ΜΑΘ. κλάδος που έχει εμπλουτιστεί με σύγχρονες θεωρίες και μελετά τις ιδιότητες των αριθμών: αλγεβρική ~ ~. Κρυπτογραφία και ~ ~., πραγματικός αριθμός: ΜΑΘ. στοιχείο του συνόλου που περιλαμβάνει τους ακέραιους, τους δεκαδικούς, τους ρητούς και τους άρρητους αριθμούς. [< αγγλ. real number, περ. 1909] , τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο: για τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης: π.χ. 100, 166 (: το ΕΚΑΒ), 199 (: η Πυροσβεστική), 112 (: ο Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης)., χρυσός αριθμός 1. & (λόγ.) χρυσούς αριθμός: ΜΑΘ. ο αριθμός 1,618 περ. (σύμβ. φ): Στις αναλογίες του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί ο ~ ~. Βλ. χρυσή τομή. 2. (μτφ.) κερδοφόρος λαχνός: ο ~ ~ του πρωτοχρονιάτικου λαχείου., ανάλογοι αριθμοί βλ. ανάλογος, αντίστροφοι αριθμοί βλ. αντίστροφος, αριθμός οκτανίου βλ. οκτάνιο, αριθμός οξείδωσης βλ. οξείδωση, αριθμός πρωτοκόλλου βλ. πρωτόκολλο, ατομικός αριθμός βλ. ατομικός, αφηρημένοι αριθμοί βλ. αφηρημένος, δεκαδικός (αριθμός) βλ. δεκαδικός, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, κωδικός αριθμός βλ. κωδικός, μαγικός αριθμός βλ. μαγικός, μαζικός αριθμός βλ. μαζικός1, μικτός αριθμός βλ. μικτός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, πληθικός αριθμός βλ. πληθικός, ρητός αριθμός βλ. ρητός, σειριακός αριθμός/κωδικός βλ. σειριακός, στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός βλ. νούμερο, τριγωνομετρικοί αριθμοί βλ. τριγωνομετρικός, υπερβατικός αριθμός βλ. υπερβατικός, φυσικός αριθμός βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ο νόμος των μεγάλων αριθμών: ΣΤΑΤΙΣΤ. αρχή σύμφωνα με την οποία ένα ευρύτερο δείγμα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου απ' ό,τι ένα μικρότερο: ο ασθενής/ισχυρός ~ ~. Στα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ~ ~. Βλ. πιθανότητα. [< αγγλ. law of large numbers, 1937] , ο υπ' αριθμόν ... (λόγ.): που φέρει το νούμερο (που έπεται): Το ~ ~ ... βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών/... επιβατηγό αυτοκίνητο., ο υπ' αριθμόν ένα/δύο (λόγ.): ο πρώτος/δεύτερος σε σειρά, ομάδα, ιεράρχηση, λίστα: ~ ένα καταζητούμενος/κίνδυνος/στόχος. Το ~ ένα ζήτημα/πρόβλημα. ~ δύο στην ηγεσία. ~ ένα υποψήφιος (= ο επικρατέστερος). [< αγγλ. the number one/two] , σε αριθμό: ποσοτικά, σε πλήθος: Είναι τρίτος ~ ~ ψήφων., ων ουκ έστιν αριθμός: για πρόσωπα ή πράγματα αμέτρητα, ανυπολόγιστα, αναρίθμητα: Ήρθαν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άλλοι ~ ~. Και άλλα πολλά κακώς κείμενα, ~ ~, επεσήμανε στο άρθρο του. [< 1-3: αρχ. ἀριθμός, αγγλ. number, γαλλ. nombre, chiffre, numéro 4: μτγν. ἀριθμός]

δυνατός

δυνατός, ή, ό δυ-να-τός επίθ. 1. που έχει δύναμη, αντοχή και κατ' επέκτ. δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, να αντικρουστεί: ~ός: αντίπαλος/όμιλος/παίκτης. ~ή: καρδιά/μνήμη (= γερή). ~ό: σουτ. ~ά: δόντια. Σωματικά ~. Γερός/νέος και ~ (= εύρωστος, ρωμαλέος, στιβαρός. ΑΝΤ. ασθενικός). Νιώθω ~ και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση.|| Λακ για ~ό κράτημα (ενν. των μαλλιών, πβ. ανθεκτικός).|| (για μηχανήματα) ~ός: κινητήρας. ~ό: αυτοκίνητο (: με μεγάλη απόδοση)/εργαλείο (= πολύ καλό).|| (μτφ.) ~ός: χαρακτήρας. ~ή: θέληση/πίστη (= ακλόνητη)/προσωπικότητα. ~ό: όπλο/χαρτί (: στην τράπουλα). ~ά: επιχειρήματα (ΑΝΤ. σαθρά). Το ~ό μου σημείο (ΑΝΤ. αχίλλειος πτέρνα).|| (ως ουσ.) Οι ~οί της Γης. ΣΥΝ. ισχυρός (1) ΑΝΤ. αδύναμος (1), αδύνατος (3), ανίσχυρος 2. που έχει πολλές δυνατότητες, ικανότητες ή τις απαιτεί: ~ός: μαθητής/υπολογιστής. ~ό: μυαλό. ~ στα μαθήματα (πβ. ικανός). Σταυρόλεξο για ~ούς λύτες.|| ~ό: τεστ (= απαιτητικό, δύσκολο). 3. που έχει μεγάλη ένταση: ~ός: άνεμος (πβ. σφοδρός)/ήλιος (= καυτός)/ήχος/θόρυβος/κρότος/σεισμός. ~ή: βροχή. ~ό: φως/ψύχος (= δριμύ). ~ά: συνθήματα.|| ~ός: πονοκέφαλος (= οξύς). ~ό: γέλιο.|| (μτφ.) ~ός: έρωτας (= σφοδρός). ~ή: συγκίνηση. ~ό: αίσθημα. Οι ~ές στιγμές (της καριέρας του). ΣΥΝ. έντονος (1), ισχυρός (2) ΑΝΤ. ανεπαίσθητος, ήπιος (2) 4. που προκαλεί έντονη αίσθηση, επίδραση: ~ός: στίχος. ~ό: ξεκίνημα/πρόγραμμα (για κέντρο διασκέδασης). ~ές: εικόνες (της χρονιάς που πέρασε). Δίσκος γεμάτος συνεργασίες με ~ά ονόματα.|| (με συστατικά σε μεγάλη αναλογία) ~ός: καφές (πβ. βαρύς). ~ή: γεύση/μυρωδιά. ~ό: άρωμα/κρασί/ποτό/τσάι/φάρμακο. 5. που μπορεί να γίνει, εφικτός, ενδεχόμενος, πραγματοποιήσιμος: Ο υψηλότερος ~ βαθμός απόδοσης. Ο μεγαλύτερος/μέγιστος/μικρότερος ~ αριθμός αντιτύπων. Ο χώρος βιντεοσκοπείται, προκειμένου να είναι ~ ο έλεγχός του. Δεν καθίσταται ~ή η χορήγηση άδειας. Παροχή κάθε ~ής βοήθειας. Χρόνος ~ής αποχώρησης. Το καλύτερο ~ό αποτέλεσμα. Κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως ~ό. Επίλυση του προβλήματος με όλους τους ~ούς τρόπους. Δεν είναι ~ή (= επιτρεπτή) η πρόσβαση. Βλ. πιθανός.|| (ως ουσ.) Όσο το ~ό(ν) γρηγορότερα/καλύτερα. Το αργότερο/συντομότερο/ταχύτερο ~ό.|| (απρόσ.) Πώς είναι ~όν να ...;|| (επιφωνηματικά, για να δηλωθεί απορία, έκπληξη, δυσαρέσκεια) Δεν είναι ~όν! (: είναι αδύνατο, ανέφικτο, απίστευτο). Μα είναι ~όν; Αν είναι ~όν! ● επίρρ.: δυνατά: με δύναμη: Τον έσπρωξαν ~ κι έπεσε κάτω. (προφ.) Πάμε γερά, πάμε ~, παιδιά! ● ΣΥΜΠΛ.: δυνατός/ισχυρός τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. η πλήρης μορφή της, όπου διατηρείται ο τόνος: Ο ~ ~ του "με" είναι "εμένα", του "σε" "εσένα" και του "τον" "αυτόν". ΑΝΤ. αδύνατος τύπος, γερά/ατσάλινα νεύρα βλ. νεύρα ● ΦΡ.: αν είναι δυνατό & (αρχαιοπρ.) ει δυνατόν: αν γίνεται: Τα χρήματα θα πρέπει να καταβληθούν, ~ ~, σήμερα κιόλας., βάζω τα δυνατά μου (προφ.): κάνω κάτι όσο καλύτερα μπορώ, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες: Βάλε ~ ~ σου (= προσπάθησε όσο μπορείς) στα μαθήματα. Έβαλα όλα μου τα δυνατά για να κερδίσω. ~ ~ να πετύχω το στόχο μου., είναι δυνατό(ν) να ...: ενδέχεται, μπορεί, ίσως., κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού: όσο μπορεί κανείς, όσο είναι εφικτό: Ενημερώνομαι/προσπαθώ/συμβάλλω σε κάτι ~ ~. Λαμβάνονται ~ ~ ειδικά μέτρα προστασίας. Αποφεύγω ~ ~ τις αντιπαραθέσεις., κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό βλ. σκοτώνω, πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά βλ. γρήγορα [< αρχ. δυνατός]

κοινοτικός

κοινοτικός, ή, ό κοι-νο-τι-κός επίθ. 1. (κ. με κεφαλ. Κ) που σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ός: έλεγχος. ~ή: αλληλεγγύη/ενίσχυση/νομοθεσία/πολιτική/πρωτοβουλία/χρηματοδότηση. ~ό: δίκαιο/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας/πρόγραμμα. ~οί: μηχανισμοί/νόμοι/οργανισμοί/στόχοι. ~ές: πρωτοβουλίες. ~ά: κονδύλια/όργανα.|| (για πρόσ.) ~ός: δικαστής/επίτροπος. ~οί: εταίροι/παραγωγοί/υπάλληλοι. (ΑΘΛ.) ~οί: παίκτες. Βλ. αντι~, δια~, ενδο~, εξω~, εθν-, κρατ-ικός. 2. (παλαιότ.) που αναφέρεται στην κοινότητα: ~ός: ξενώνας/παιδικός σταθμός. ~ό: συμβούλιο. ~ά: γραφεία. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινοτικό διαβατήριο: (για αθλητές) που εξασφαλίζει στον κάτοχό του τη δυνατότητα να αγωνίζεται σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να θεωρείται ξένος., Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ακρ. ΚΠΣ) & (προφ.) Κοινοτικό Πλαίσιο: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. οικονομική ενίσχυση που λαμβάνει ένα κράτος-μέλος από την Ευρωπαϊκή Ένωση για συγκεκριμένη χρονική περίοδο με σκοπό την υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων στο κέντρο και κυρ. την περιφέρειά του: Έργο που χρηματοδοτείται από το ~ ~. Βλ. ΕΣΠΑ. [< αγγλ. community support framework] , Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας βλ. δημοτικός, ευρωπαϊκό/κοινοτικό κεκτημένο βλ. κεκτημένο, κοινοτική οδηγία/οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βλ. οδηγία, κοινοτικοί πόροι βλ. πόρος, κοινοτικός κανονισμός βλ. κανονισμός, κρατικός/δημόσιος/κοινοτικός προϋπολογισμός βλ. προϋπολογισμός, τοπικό διαμέρισμα βλ. διαμέρισμα [< 1: γαλλ. communautaire 2: γαλλ. communal]

νόμος

νόμος νό-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Ν ή συντομ. ν. ή Ν.) θεσμοθετημένος κανόνας δικαίου, ο οποίος στηρίζεται στο Σύνταγμα μιας χώρας (ή ένωσης κρατών), ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος (ή την ένωση), με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του (της), και ψηφίζεται από το κοινοβούλιο (στο δημοκρατικό πολίτευμα): αντισυνταγματικός/αυστηρός/ελαστικός/σκληρός ~. Ειδικός/ιδρυτικός/κυρωτικός/τροποποιητικός/φορολογικός ~. Ο ~ περί πνευματικής ιδιοκτησίας. (προφ.) Δήλωση του Νόμου 105 (= υπεύθυνη δήλωση). Άρθρο/ασάφειες/ερμηνεία/κενά/παράγραφος του ~ου. Αναθεώρηση/αναστολή/κατάργηση ενός ~ου. Εκτός/εντός των πλαισίων του ~ου. Αντίθετα/σύμφωνα με τον ~ο. Διεθνείς/εθνικοί/κοινοτικοί ~οι. Συλλογή ~ων (= κώδικας). Ο (ισχύων/παρών) ~ απαγορεύει/επιτρέπει ... Κάτι απορρέει από τον ~ο/υπόκειται στις διατάξεις του ~ου. Όπως ορίζεται/προβλέπεται από τον ~ο, ... Γνωρίζω/εφαρμόζω/καταπατώ/καταστρατηγώ/παραβιάζω/τηρώ κατά γράμμα τον ~ο. Η Βουλή ψήφισε/ο υπουργός υπέγραψε/η κυβέρνηση πέρασε τον ~ο. Εγκρίθηκε/ενεργοποιήθηκε/θεσπίστηκε/τέθηκε σε ισχύ ο ~. Γίνεται ~ του κράτους (: δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 2. (συνήθ. με κεφαλ. Ν) νομοθεσία, Δίκαιο· κατ' επέκτ. οι εκπρόσωποί της, οι Αρχές: αστικός/ποινικός ~. Το κύρος του ~ου. Ενάντια στον ~ο. Κανείς δεν είναι υπεράνω του ~ου. Επέβαλαν την τάξη και τον ~ο. Επικαλούμαι τον ~ο. Έχει τον ~ο με το μέρος του. Αψηφώ/περιφρονώ/προσβάλλω τους ~ους. Υπακούω στους ~ους. (Κάτι) υπάγεται στους ~ους του κράτους/της χώρας. (μτφ.) Θα πέσει πάνω τους βαρύς ο πέλεκυς του ~ου (= της Δικαιοσύνης· για επιβολή μεγάλης ποινής).|| Οι άνθρωποι του ~ου (: δικαστικοί, αστυνομικοί). Έπεσε στην παγίδα του ~ου (= τον συνέλαβαν). 3. κανόνας, αρχή: ο ~ της φιλοξενίας. Οι ανθρώπινοι ~οι (βλ. θείος ~). Οι (αδιασάλευτοι/απαράβατοι) ~οι μιας κοινωνίας. Οι ~οι της αγοράς/μόδας.|| (μτφ.) Επιβάλλω/κατανοώ/ξέρω/σέβομαι τους ~ους του παιχνιδιού.|| Ο ~ (της τιμής και) του αίματος (= βεντέτα)/του ανταγωνισμού/της μαφίας (= ομερτά· βλ. ~ της σιωπής)/του Μέρφι (: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει)/(των ανθρώπων) της νύχτας. 4. (επιστ.) γενική διατύπωση για τη σχέση μεταξύ των φαινομένων, όπως προκύπτει από την παρατήρηση και επαληθεύεται από την εμπειρία· κατ' επέκτ. βασική και σταθερή αρχή: ο ~ της αδράνειας/της αιτιότητας/του Μέντελ. Οικονομικοί ~οι. Διερεύνηση/μελέτη/πειραματική επαλήθευση των φυσικών ~ων. Οι ~οι της Φυσικής. Βλ. αξίωμα.|| Κατασκευή που αψηφά τον ~ο της βαρύτητας. Το Σύμπαν υπάγεται στους ~ους του χώρου και του χρόνου. Γενικοί ~οι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.|| Κάτι ακολουθεί/αντιβαίνει/παραβιάζει τον ~ο/τους ~ους της ύπαρξης/φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικός νόμος: που αναφέρεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων., θείος/ιερός νόμος: οι εντολές του Θεού, στις οποίες καλούνται να υπακούουν οι πιστοί μιας θρησκείας., θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι: το Σύνταγμα., νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. ο οποίος, στην ελεύθερη οικονομία, καθορίζει τις τιμές και τους μισθούς, σύμφωνα με το επίπεδο της ζήτησης και τη διαθεσιμότητα., νόμος-πλαίσιο: του οποίου οι γενικές διατάξεις λειτουργούν ως πλαίσιο για επιμέρους εφαρμογές: ~ ~ για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. [< γαλλ. loi-cadre, περ. 1950] , οργανικός/θεσμικός νόμος: που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας οργάνων και θεσμών που προβλέπει το Σύνταγμα (π.χ. εκλογικός νόμος)., ουσιαστικός νόμος: ΝΟΜ. πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου (π.χ. νομοθετικό διάταγμα), ανεξάρτητα από το όργανο που τους θεσπίζει: ~ ~ ενίσχυσης των αγροτών., πρόταση νόμου: ΠΟΛΙΤ. νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση από βουλευτές και όχι από την κυβέρνηση., σχέδιο νόμου: νομοσχέδιο., τυπικός νόμος: κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τη Βουλή και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (π.χ. προϋπολογισμός): Αν ο ~ ~ περιέχει κανόνα δικαίου, είναι και ουσιαστικός νόμος., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, αναγκαστικός νόμος βλ. αναγκαστικός, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, εκλογικός νόμος βλ. εκλογικός, ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, ηθικός κώδικας/νόμος βλ. ηθικός, Μωσαϊκός Νόμος βλ. μωσαϊκός2, νόμος των πιθανοτήτων βλ. πιθανότητα, ο νόμος της σιωπής βλ. σιωπή, ο νόμος της τρισυλλαβίας βλ. τρισυλλαβία, στρατιωτικός νόμος βλ. στρατιωτικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, το γράμμα του νόμου βλ. γράμμα, το πνεύμα του νόμου βλ. πνεύμα, τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: άγνοια νόμου: γενική αρχή του δικαίου που αναφέρεται στο Σύνταγμα: ~ ~ δεν δικαιολογείται/δεν επιτρέπεται/δεν συγχωρείται., διά νόμου (λόγ.): με ειδικό νόμο: (Κάτι) απαγορεύεται/επιβάλλεται/καταργείται/κατοχυρώνεται/ρυθμίζεται ~ ~., εκ του νόμου (λόγ.): σύμφωνα με τον νόμο, από τον νόμο: Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ~ ~., εν ονόματι του νόμου (λόγ.) & στο όνομα του νόμου: επίκληση του νόμου για επικύρωση ενέργειας: άσκηση βίας/κλήση μάρτυρα ~ ~. Δρα/μιλά ~ ~. Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε/συλλαμβάνεστε (: λέγεται από αστυνομικό όργανο)!, κανονικά και με τον νόμο (εμφατ.-συνήθ. ειρων.): για τυπικά αποδεκτή ή νομότυπη ενέργεια, αλλά συχνά, στην ουσία, δυσάρεστη ή ανήθικη: Διορίστηκε/τον εκμεταλλεύονται ~ ~., κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου: ΝΟΜ. σύμφωνα με ή παραβαίνοντας τον νόμο: κατά νόμο ενέργειες/κατάθεση. Κατά νόμο αρμόδιες Αρχές/υπεύθυνος/υπόχρεος. Υποβολή των κατά νόμο αποδεικτικών/δικαιολογητικών/στοιχείων.|| Κυκλοφορία φαρμακευτικού προϊόντος κατά παράβαση του νόμου., νόμω (λόγ.): σύμφωνα με το γραπτό Δίκαιο: ~ κατοχύρωση. Η παρούσα αίτηση είναι ~ και ουσία αβάσιμη/βάσιμη. Βλ. φύσει., ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες: οι γραπτοί κανόνες και οι αυθεντίες: Πέρα από τους νόμους και τους ~, υπάρχει και η δύναμη του λαού., παίρνω τον νόμο στα χέρια μου: αυτοδικώ., παρά τον νόμο: αντίθετα με τον νόμο: καταχρηστική και ~ ~ χρήση των υπηρεσιών. Χορηγήθηκαν άδειες ~ ~ (= παράνομα)., (έχει) ισχύ νόμου βλ. ισχύς, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, εκτός νόμου βλ. εκτός, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος βλ. συμβόλαιο, ο νόμος της ζούγκλας βλ. ζούγκλα, ο νόμος των μεγάλων αριθμών βλ. αριθμός, το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου βλ. δίκαιο [< αρχ. νόμος, γερμ. Gesetz, γαλλ. loi, αγγλ. law]

πρόγραμμα

πρόγραμμα πρό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) {προγράμμ-ατος | -ατα} 1. σύνολο οργανωμένων ενεργειών των οποίων ο χρόνος και συχνά ο τρόπος και οι συνθήκες εκτέλεσης έχουν καθοριστεί από πριν: αναπτυξιακό/εκπαιδευτικό/εκσυγχρονιστικό/ερευνητικό/κοινοτικό/κυβερνητικό/προεκλογικό/στεγαστικό ~. ~ αδυνατίσματος/απεξάρτησης (από τα ναρκωτικά)/αποκατάστασης/ασφάλισης/διαβάσματος/διαχείρισης (χρημάτων)/εθελοντικής δράσης/ελέγχου/εργασίας/κατάρτισης ανέργων/λιτότητας/παραγωγής/παροχών/υγείας/υποτροφιών/χορηγιών. (ΟΙΚΟΝ.) ~ ενίσχυσης επενδύσεων/επιχορήγησης επιχειρήσεων. Αποτελέσματα/εκπόνηση/επεξεργασία/προϋπολογισμός ~ατος. Διεθνή/ευρωπαϊκά/κοινωνικά ~ατα. Συμμετέχω σε/υλοποιώ/υποστηρίζω/χρηματοδοτώ ένα ~. Εφαρμόζεται ~ εξυγίανσης και ανάπτυξης. Ανακοινώθηκε ~ ιδιωτικοποιήσεων. Εντάχθηκε σε ~ (εξ)ειδίκευσης. Το έκτακτο συνέδριο ενέκρινε το νέο ~ του κόμματος.|| Ατομικό/εβδομαδιαίο/καθημερινό ~. Το ~ά του είναι πιεστικό/φορτωμένο. Βάζω/έχω ~ να ... (πβ. σχεδιάζω). Οι εξετάσεις θα διεξαχθούν σύμφωνα με το ~. 2. καταγραφή με συγκεκριμένη σειρά των διαφόρων μερών εκδήλωσης, θεάματος, εκπομπής, μαθήματος, κύκλου σπουδών, αυτό που περιγράφεται και συνεκδ. το έντυπο που τα γνωστοποιεί: αθλητικό/ενημερωτικό/καλλιτεχνικό/ραδιοφωνικό/σχολικό/ψυχαγωγικό ~. ~ αγώνων/εκδρομής/εξεταστικής/επισκέψεων/εργασιών σεμιναρίου/θεάτρου/καναλιών/πρωταθλήματος/συναντήσεων/συναυλιών/συνεδρίου/τηλεόρασης/φεστιβάλ. Ανακοινώθηκε το ~ του διαγωνισμού. Αλλαγή στο ~ των πτήσεων λόγω απεργίας. Ταβέρνες με ελαφρύ/εορταστικό/πλούσιο/ποικίλο (μουσικό) ~. Κάνει ~ σε κλαμπ (: δουλεύει ως ντιτζέι). Το ~ περιλαμβάνει και ... Υπεύθυνος του ~ος. Ο σταθμός εκπέμπει δορυφορικά εικοσιτετράωρο ζωντανό ~.|| Το ~ της έκθεσης/παράστασης διατίθεται δωρεάν. 3. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο εντολών που εκτελούνται από αυτόματο σύστημα, μηχάνημα ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ πλυντηρίου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εύχρηστο και λειτουργικό ~. Αποθηκεύω/τρέχω ένα ~. (Απ)εγκατάσταση/διαγραφή/εικονίδιο ~ατος. ~ατα κατασκευής ιστοσελίδων/πλοήγησης. Βλ. κώδικας, μικρο~. ● Υποκ.: προγραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικό πρόγραμμα: ΠΑΙΔΑΓ. ο σχεδιασμός και η σύνταξη ενός γενικού πλαισίου μακροπρόθεσμης οργάνωσης της διδασκαλίας: ανοιχτό/διαθεματικό/εθνικό/επίσημο/κλειστό ~ ~. ~ά ~ατα μαθημάτων γυμνασίου/ειδικής αγωγής/λυκείου/πανεπιστημίου/υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αναμόρφωση/ανάπτυξη ~ών ~άτων. Βλ. κουρίκουλουμ., πιλοτικό πρόγραμμα: σύνολο δράσεων που εφαρμόζονται πειραματικά: ~ά ~ατα ανακύκλωσης. [< αγγλ. pilot project, 1975] , πρόγραμμα Comenius: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για γενικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αφορούν τα σχολεία έως και τον δεύτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης., πρόγραμμα Grundtvig: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της εκπαίδευσης ενηλίκων., πρόγραμμα Leonardo da Vinci: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όλες τις πτυχές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (εκτός του τριτοβάθμιου επιπέδου)., πρόγραμμα Εράσμους & Εράσμους: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου γίνεται ανταλλαγή σπουδαστών και διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με σκοπό την προώθηση της εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής κινητικότητας. Βλ. διά βίου μάθηση, ECTS., Πρόγραμμα Πλαίσιο (συντομ. ΠΠ): χρηματοδοτικό μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη της έρευνας σε επιλεγμένους τομείς προτεραιότητας: 7ο ~ ~ (: από το 2007-13). [< αγγλ. Framework Programme, γαλλ. Programme-Cadre] , πρόγραμμα Σωκράτης: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Eπιτροπής για συνεργασία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης για παιδιά, νέους και ενηλίκους., εικονογραφικό πρόγραμμα βλ. εικονογραφικός, πρόγραμμα Καλλικράτης βλ. Καλλικράτης, πρόγραμμα Κλεισθένης βλ. Κλεισθένης, πρόγραμμα σπουδών βλ. σπουδή, πρόγραμμα/σχέδιο δράσης βλ. δράση, στεγνά (θεραπευτικά) προγράμματα βλ. στεγνός, ωρολόγιο πρόγραμμα βλ. ωρολόγιος ● ΦΡ.: κάτι είναι (μέσα) στο πρόγραμμα: έχει προγραμματιστεί, σχεδιαστεί ή είναι αναμενόμενο να γίνει: Οι αναποδιές/τα λάθη είναι ~., με/χωρίς πρόγραμμα: με/χωρίς μέθοδο, σύστημα: Γυμνάζεστε/τρώτε με ~. Καλοκαιρινές διακοπές χωρίς ~., πρόγραμμα stage & πρόγραμμα στέιτζ: κρατικό πρόγραμμα για ανέργους, με κύριο στόχο την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. ΣΥΝ. σταζ [< αγγλ. stage programme] , τι λέει το πρόγραμμα; (προφ.): τι θα κάνεις/κάνουμε;: Λοιπόν, ~ ~ για διακοπές/σήμερα;, εκτός προγράμματος βλ. εκτός [< αρχ. πρόγραμμα ‘ημερήσια διάταξη, διάγγελμα’, γαλλ. programme, αγγλ. program(me), γερμ. Programm]

σύμβαση

σύμβαση σύμ-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. επίσημη συμφωνία (δικαιοπραξία) που κατοχυρώνεται νομικά μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων και συνεκδ. το σχετικό έγγραφο: δημόσια/εμπορική/ετήσια/ιδιωτική/προθεσμιακή/τελωνειακή/τροποποιητική ~. Διμερείς/διπλωματικές/ευρωπαϊκές/πολυμερείς ~άσεις. ~ δανείου (= δανειακή ~)/παροχής υπηρεσιών (διαδικτύου)/συνεργασίας/υπεργολαβίας/χρονομεριστικής μίσθωσης. ~άσεις δημοσίων έργων. Διεθνής ~ για τα δικαιώματα του παιδιού (ΣΥΝ. συνθήκη). ~ παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (: ο εργαζόμενος καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες, όπως τον τόπο, χρόνο και τρόπο εργασίας του, χωρίς να υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη). Ακύρωση/ανάθεση/ανανέωση/διάρκεια/εκτέλεση/εφαρμογή/καταγγελία/λήξη/όροι/παραβίαση/παράταση/σύναψη/σχέδιο/τροποποίηση/υπογραφή ~ης. ~ αξίας/ύψους ... ευρώ. Εγκρίθηκε/επικυρώθηκε η ~ πώλησης ... Η ~ ανατέθηκε στην εταιρεία ... Εργάζομαι με ~. Με ~ παραχώρησης θα προχωρήσει η κατασκευή του νέου αυτοκινητόδρομου. Πβ. σύμφωνο.|| Υπεγράφη προγραμματική ~ για την ανάπλαση της πλατείας. Πβ. συμβόλαιο. Βλ. αυτο~. 2. {συνήθ. στον πληθ.} κανόνες που προκύπτουν από ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών ομάδων· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) ό,τι ισχύει μόνο τυπικά, άνευ ουσίας: Αδιαφορεί για τις κοινωνικές ~άσεις (: πρότυπα συμπεριφοράς κοινωνικώς αποδεκτά). Ήρθε σε ρήξη με τις αφηγηματικές/θεατρικές ~άσεις της εποχής του. Στο παρόν έγγραφο χρησιμοποιούνται οι εξής τυπογραφικές ~άσεις ...|| Εξακολουθούν να ζουν μαζί από ~ (= συμβατικά). ● ΣΥΜΠΛ.: σύμβαση (ανάθεσης/μίσθωσης) έργου: ΝΟΜ. σύμβαση εργασίας για υλοποίηση συγκεκριμένου έργου έναντι αμοιβής., σύμβαση (εργασίας): ΝΟΜ. συμφωνία ανάμεσα σε εργαζόμενο και εργοδοσία που αφορά τον μισθό, το ωράριο και τις συνθήκες για παροχή συγκεκριμένης εργασίας: ατομική ~ ~. Συλλογική ~ ~ (: μεταξύ των συνδικάτων των εργαζομένων και των εργοδοτών για τους όρους εργασίας). ~ αορίστου/ορισμένου χρόνου (: ανάλογα με το αν η διάρκειά της καθορίζεται ή όχι). ~ εξαρτημένης εργασίας (: βάσει της οποίας ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη)., σύμβαση(-)πλαίσιο: που περιλαμβάνει γενικές κατευθυντήριες αρχές και εναπόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη να καθορίσουν τις επιμέρους διατάξεις της: ~ ~ για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. [< γαλλ. convention(-)cadre, αγγλ. framework/outline convention] , ασφαλιστική σύμβαση βλ. ασφαλιστικός, ετεροβαρής σύμβαση βλ. ετεροβαρής ● ΦΡ.: επί συμβάσει: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. με σύμβαση εργασίας: μόνιμο ή ~ ~ (διοικητικό) προσωπικό. ~ ~ υπάλληλοι (= συμβασιούχοι) του Δημοσίου., κατά σύμβαση: σύμφωνα με ό,τι γίνεται αποδεκτό κατόπιν συμφωνίας ή τυπικά: Λέμε ~ ~ ότι η γέννηση του Χριστού έλαβε χώρα το έτος ένα. Πβ. κατά συνθήκη(ν). [< 1: αρχ. σύμβασις 2: γαλλ. convention]

φωτοβολταϊκός

φωτοβολταϊκός, ή, ό φω-το-βολ-τα-ϊ-κός επίθ.: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρική: ~ός: συλλέκτης/φορτιστής. ~ή: γεννήτρια/ενέργεια/τεχνολογία. ~οί: σταθμοί. ~ά: συστήματα. ● Ουσ.: φωτοβολταϊκά (τα): διατάξεις που παράγουν ρεύμα από την ηλιακή ακτινοβολία: ~ σε στέγες. ~ ισχύος ... ● ΣΥΜΠΛ.: φωτοβολταϊκό πάνελ & φωτοβολταϊκό πλαίσιο: σύνολο φωτοβολταϊκών στοιχείων τα οποία είναι ηλεκτρονικά συνδεδεμένα μεταξύ τους., φωτοβολταϊκό πάρκο 1. μεγάλος σταθμός με συστήματα παραγωγής φωτοβολταϊκής ενέργειας. 2. χώρος έρευνας και ανάπτυξης φωτοβολταϊκών συστημάτων, που περιλαμβάνει εργαστήρια, βιβλιοθήκες και άλλες εγκαταστάσεις., φωτοβολταϊκό στοιχείο & φωτοβολταϊκή κυψέλη & (σπάν.) φωτοβολταϊκό κύτταρο: ελάχιστη μονάδα φωτοβολταϊκού συστήματος, συνήθ. τετράγωνη. ΣΥΝ. ηλιακή κυψέλη, φωτοβολταϊκό φαινόμενο: η άμεση μετατροπή του ηλιακού φωτός σε ηλεκτρική ενέργεια, όταν αυτό προσπέσει σε ορισμένα υλικά. [< αγγλ. photovoltaic, 1923, γαλλ. photovoltaïque, 1937]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.