πλακέ πλα-κέ επίθ. {άκλ.}: επίπεδος σαν πλάκα, με σχήμα λεπτό και πλατύ: ~ καλώδιο/μπαταρία. Πβ. πεπλατυσμένος, πλακ-οειδής, -ώδης. ● Ουσ.: πλακέ (το): μέταλλο επιστρωμένο με χρυσό ή ασήμι. [< γαλλ. plaqué]
πλακέτα πλα-κέ-τα ουσ. (θηλ.): μικρή πλάκα για ειδικές χρήσεις: μεταλλική ~.|| Αναμνηστική ~. Του απένειμαν/(παρ)έδωσαν τιμητική ~ για την προσφορά του στον πολιτισμό. Πβ. πλακίδιο.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Ηλεκτρονική ~. ~ (επέκτασης) μνήμης/οθόνης. Πβ. τσιπ1. Βλ. -έτα. ● ΣΥΜΠΛ.: μητρική (κάρτα/πλακέτα) βλ. μητρικός1 [< γαλλ. plaquette]
-έτα
-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.
μητρικός1
μητρικός1, ή, ό μη-τρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη μητέρα: ~ός: δεσμός/θηλασμός/ρόλος. ~ή: αγάπη/αγκαλιά/θνησιμότητα/στοργή/συμπεριφορά/φροντίδα. ~ό: αίμα/γάλα/ένστικτο/πρότυπο/σύμπλεγμα/φίλτρο. ~ά: αντισώματα/γονίδια/κύτταρα. Στερήθηκε το ~ό χάδι. Βλ. πατρικός.2. (μτφ.) που αποτελεί πηγή δημιουργίας ή προέλευσης για κάτι, αρχικός: ~ός: πολιτισμός/πυρήνας. ~ό: άστρο/διαστημόπλοιο/σκάφος. ~ά: κύτταρα.|| ~ή: φυτεία (για την παραγωγή μοσχευμάτων). ~ό: φυτό. ● επίρρ.: μητρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μητρική (κάρτα/πλακέτα): ΠΛΗΡΟΦ. πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που περιέχει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. [< αγγλ. motherboard, 1971] , μητρική εταιρεία: ΟΙΚΟΝ. η οποία κατέχει πάνω από το 51% των μετοχών μίας ή περισσότερων εταιρειών: ~ές και θυγατρικές ~ες., μητρικό πέτρωμα: ΓΕΩΛ. το αρχικό πέτρωμα από το οποίο προήλθε η εδαφογένεση. [< γερμ. Muttergestein] , μητρική/πρώτη γλώσσα βλ. γλώσσα, φυσικός/μητρικός ομιλητής βλ. φυσικός [< αρχ. μητρικός, γαλλ. maternel]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.