Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλακόστρωση πλα-κό-στρω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλακοστρώνω: παραδοσιακή ~. ~ πεζοδρομίων. Διαμόρφωση και ~ πλατείας. Εργασίες/υλικά ~ης. Πβ. λιθόστρωση. Βλ. -στρωση. [< γαλλ. dallage]

-στρωση

-στρωση: το ουσιαστικό στρώση ως β' συνθετικό λέξεων: ασφαλτό~/δαπεδό~/λιθό~/μαρμαρό~/πλακό~.|| Κατά~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.