πλακώνω πλα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {πλάκω-σε, πλακώ-σει, -θηκε, -θεί, πλακών-οντας, πλακω-μένος} (προφ.) 1. πέφτω με δύναμη και καλύπτω κάποιον ή κάτι με τον όγκο μου, προκαλώντας συνήθ. ζημιά ή τραυματισμό: Τον ~σε η στέγη. ~θηκαν (: ποδοπατήθηκαν) από τους πίσω. ~μένοι από πέτρες και ξύλα/κάτω από τα συντρίμμια.|| Έπεσαν τα δοκάρια και του ~σαν το χέρι/~θηκε το πόδι του. Βλ. κατα~.|| (μτφ.) (Μας) ~σε (= κάλυψε, σκέπασε) το σκοτάδι.2. (μτφ.) δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον ~σαν στις κλοτσιές/μπουνιές/σφαλιάρες/φάπες/στα χαστούκια. Θα σε ~σω (= σπάσω) στο ξύλο!3. (μτφ.) καταναλώνω αλόγιστα ή γενικότ. κάνω κάτι με υπερβολή: ~σαν τα γλυκά. ~θήκανε (= όρμησαν) στα τσίπουρα/στο φαΐ.|| Τον ~σαν στις ενέσεις/στα φάρμακα.|| ~θηκε στο διάβασμα (= έπεσε/ρίχτηκε με τα μούτρα)/στις δίαιτες. ΣΥΝ. ξεσκίζομαι. ● πλακώνει (μτφ.) 1. ασκεί έντονη ψυχική πίεση, προκαλεί εξαιρετικά δυσάρεστη, αφόρητη ή αδιέξοδη κατάσταση: Ένα βάρος μού ~ (= βαραίνει, πιέζει) το στήθος/την ψυχή (= είμαι στενοχωρημένος· πβ. ψυχοπλακώνω). ~θηκε η καρδιά μου (= καταστενοχωρήθηκα). Πβ. καταθλίβω.|| Βαριά φτώχεια/χείμαρρος απόγνωσης τούς είχε ~σει. ~μένοι από τα προβλήματα.2. καταφθάνει ή εμφανίζεται ξαφνικά και σε έντονο βαθμό: Άρχισε να ~ (= αριβάρει) κόσμος/πελατεία. ~σαν οι δημοσιογράφοι/τα κανάλια/τα κουνούπια/οι συγγενείς. Πβ. συρρέω.|| ~σε καταιγίδα (= ενέσκηψε, ξέσπασε)/κρύο/χειμώνας. ~σαν οι ζέστες/τα τηλεφωνήματα. Έχει ~σει (= πέσει) πολλή δουλειά. ● Παθ.: πλακώνομαι με κάποιον: έρχομαι στα χέρια, διαπληκτίζομαι: ~θηκαν (άγρια/στο ξύλο). Είναι ~μένοι (= τσακωμένοι). ● ΦΡ.: θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! (εμφατ.-ενίοτε ειρων.): για κάτι που θεωρείται μεγάλη αμαρτία ή εξωφρενικό: Μη λες τέτοια πράγματα, ~ ~!, πάει πλακωμένος (μτφ.-προφ.): οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα: Πάνε ~οι στην Εθνική. Μπαίνουν ~οι στις στροφές.|| Το πάει ~ο (ενν. το αυτοκίνητο)., αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, τον πλάκωσε το πάπλωμα βλ. πάπλωμα [< μεσν. πλακώνω]
ζέστη
ζέστη ζέ-στη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-προφ.) ζέστα ΑΝΤ. κρύο: υψηλή θερμοκρασία, αύξηση της θερμοκρασίας: ανυπόφορη/αποπνικτική/απότομη/αφόρητη ~. Έχει/κάνει ~. Πβ. ζεστασιά, θερμότητα, λαύρα, πύρα.|| Κύμα ~ης στην περιοχή. Δυσφορία λόγω ~ης. Έκθεση στον ήλιο και στη ~. Εξάντληση από τη ~ (: προκαλείται από απώλεια νερού και αλατιού από το σώμα, λόγω υπερβολικής εφίδρωσης). Πβ. καύσωνας. ΑΝΤ. δροσιά (1) ● ζέστες (οι): χρονική περίοδος κατά την οποία παρατηρούνται υψηλές θερμοκρασίες: Ξεκίνησε τα μπάνια, πριν ακόμα αρχίσουν οι ~. ● Υποκ.: ζεστούλα (η) ● ΦΡ.: σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα (προφ.): σε περιπτώσεις που η θερμοκρασία αρχίζει να γίνεται εξαιρετικά υψηλή ή χαμηλή: Σε λίγο που θα σφίξουν/πλακώσουν οι ζέστες, θα γεμίσουν οι παραλίες. Έπιασαν ~., (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! βλ. σφίγγω [< μεσν. ζέστη]
παινεύω
παινεύω παι-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {παίν-εψα κ. -ευσα, παιν-έψει κ. -εύσει, παιν-εύτηκε, -ευτεί, παιν-εμένος, παινεύ-οντας} (προφ.): επαινώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι: Τον ~ει για την εργατικότητά του. ~ουν τις χάρες της. (λογοτ.) ~εμένη: πόλη/χώρα. Πβ. εγκωμιάζω, εκθειάζω. ● Παθ.: παινεύομαι: καυχιέμαι, περιαυτολογώ: ~εται για το ακριβό του αυτοκίνητο. ~όταν για την ομορφιά της (πβ. αυτοεπαινούμαι). ΣΥΝ. κοκορεύομαι ● ΦΡ.: αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει (παροιμ.): όποιος δεν επαινεί κάποιον ή κάτι δικό του, το πληρώνει., όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... (προφ.): λέγεται για να μετριαστεί ο αυτοέπαινος που ακολουθεί: ~ ~ η ομάδα μας σκίζει! ~ ~ είμαι πολύ καλή μαγείρισσα! [< μεσν. παινώ]
πάπλωμα
πάπλωμα πά-πλω-μα ουσ. (ουδ.) {παπλώμ-ατος | -ατα} 1. κλινοσκέπασμα γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα, υαλοβάμβακα ή άλλο υλικό: διπλό/μονό/υπέρδιπλο ~. Βλ. κουβέρτα.2. ΤΕΧΝΟΛ. ινώδες θερμοηχομονωτικό υλικό: οικοδομικό ~. ~ πετροβάμβακα/υαλοβάμβακα. ~ με κοτετσόσυρμα. ● Υποκ.: παπλωματάκι (το) ● ΦΡ.: απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ βάσει των δυνατοτήτων μου., ο καβγάς είναι για το πάπλωμα (μτφ.-προφ.): η πραγματική αλλά κρυφή αιτία της σύγκρουσης είναι το συμφέρον., τον πλάκωσε το πάπλωμα (ειρων.): άργησε να ξυπνήσει. [< μεσν. (ε)πάπλωμα < ἐφάπλωμα]
ταβάνι
ταβάνι τα-βά-νι ουσ. (ουδ.) {ταβαν-ιού} & (λαϊκό) νταβάνι 1. η άνω επιφάνεια κλειστού χώρου, οροφή: γύψινο/ξύλινο ~. Φωτιστικό ~ιού. Το γείσο/τα δοκάρια/οι σανίδες/το ύψος του ~ιού. Σπίτι με χαμηλό/ψηλό ~ (πβ. χαμηλο-, ψηλο-τάβανο). Αρχοντικό με ζωγραφιστό/θολωτό/παραδοσιακό/σκαλιστό ~. Ναός με διακοσμημένο/ξυλόγλυπτο ~. Ανεμιστήρας που κρεμιέται από το ~. Στάζει το ~. Βλ. δάπεδο, πάτωμα, στέγη, ταράτσα, ψευδοροφή.2. (μτφ.) ανώτατη τιμή, όριο: Πιάσαμε ~ (πβ. κορυφή. ΑΝΤ. πάτος). Η ανεργία έχει χτυπήσει ~ (= έχει ανέβει στα ύψη).|| ~ στις αμοιβές των ... (πβ. πλαφόν). ● ΦΡ.: ίσα με/ίσαμε/μέχρι/ως το ταβάνι (μτφ.-εμφατ.): για σωρό από πράγματα ή για άτομο με ύψος μεγαλύτερο από το σύνηθες: Η στοίβα με τα άπλυτα έφτανε ~ ~ (= βουνό τα άπλυτα).|| Είναι ψηλός ~ ~ (πβ. ντερέκι)., να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει (μτφ.-εμφατ.): ως όρκος ή κατάρα: Αν λέω ψέματα, ~ ~!, πετάγομαι/πηδώ/τινάζομαι μέχρι το ταβάνι/στον αέρα (μτφ.-εμφατ.): αιφνιδιάζομαι, δυσάρεστα ή ευχάριστα: Πήδηξε ~ ~ από τον πόνο. Η χαρά του ήταν τέτοια που τινάχτηκε ~ ~. [< τουρκ. tavan]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.