Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλακώνω πλα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {πλάκω-σε, πλακώ-σει, -θηκε, -θεί, πλακών-οντας, πλακω-μένος} (προφ.) 1. πέφτω με δύναμη και καλύπτω κάποιον ή κάτι με τον όγκο μου, προκαλώντας συνήθ. ζημιά ή τραυματισμό: Τον ~σε η στέγη. ~θηκαν (: ποδοπατήθηκαν) από τους πίσω. ~μένοι από πέτρες και ξύλα/κάτω από τα συντρίμμια.|| Έπεσαν τα δοκάρια και του ~σαν το χέρι/~θηκε το πόδι του. Βλ. κατα~.|| (μτφ.) (Μας) ~σε (= κάλυψε, σκέπασε) το σκοτάδι. 2. (μτφ.) δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον ~σαν στις κλοτσιές/μπουνιές/σφαλιάρες/φάπες/στα χαστούκια. Θα σε ~σω (= σπάσω) στο ξύλο! 3. (μτφ.) καταναλώνω αλόγιστα ή γενικότ. κάνω κάτι με υπερβολή: ~σαν τα γλυκά. ~θήκανε (= όρμησαν) στα τσίπουρα/στο φαΐ.|| Τον ~σαν στις ενέσεις/στα φάρμακα.|| ~θηκε στο διάβασμα (= έπεσε/ρίχτηκε με τα μούτρα)/στις δίαιτες. ΣΥΝ. ξεσκίζομαι.πλακώνει (μτφ.) 1. ασκεί έντονη ψυχική πίεση, προκαλεί εξαιρετικά δυσάρεστη, αφόρητη ή αδιέξοδη κατάσταση: Ένα βάρος μού ~ (= βαραίνει, πιέζει) το στήθος/την ψυχή (= είμαι στενοχωρημένος· πβ. ψυχοπλακώνω). ~θηκε η καρδιά μου (= καταστενοχωρήθηκα). Πβ. καταθλίβω.|| Βαριά φτώχεια/χείμαρρος απόγνωσης τούς είχε ~σει. ~μένοι από τα προβλήματα. 2. καταφθάνει ή εμφανίζεται ξαφνικά και σε έντονο βαθμό: Άρχισε να ~ (= αριβάρει) κόσμος/πελατεία. ~σαν οι δημοσιογράφοι/τα κανάλια/τα κουνούπια/οι συγγενείς. Πβ. συρρέω.|| ~σε καταιγίδα (= ενέσκηψε, ξέσπασε)/κρύο/χειμώνας. ~σαν οι ζέστες/τα τηλεφωνήματα. Έχει ~σει (= πέσει) πολλή δουλειά. ● Παθ.: πλακώνομαι με κάποιον: έρχομαι στα χέρια, διαπληκτίζομαι: ~θηκαν (άγρια/στο ξύλο). Είναι ~μένοι (= τσακωμένοι). ● ΦΡ.: θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! (εμφατ.-ενίοτε ειρων.): για κάτι που θεωρείται μεγάλη αμαρτία ή εξωφρενικό: Μη λες τέτοια πράγματα, ~ ~!, πάει πλακωμένος (μτφ.-προφ.): οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα: Πάνε ~οι στην Εθνική. Μπαίνουν ~οι στις στροφές.|| Το πάει ~ο (ενν. το αυτοκίνητο)., αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, τον πλάκωσε το πάπλωμα βλ. πάπλωμα [< μεσν. πλακώνω]

ζέστη

ζέστη ζέ-στη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-προφ.) ζέστα ΑΝΤ. κρύο: υψηλή θερμοκρασία, αύξηση της θερμοκρασίας: ανυπόφορη/αποπνικτική/απότομη/αφόρητη ~. Έχει/κάνει ~. Πβ. ζεστασιά, θερμότητα, λαύρα, πύρα.|| Κύμα ~ης στην περιοχή. Δυσφορία λόγω ~ης. Έκθεση στον ήλιο και στη ~. Εξάντληση από τη ~ (: προκαλείται από απώλεια νερού και αλατιού από το σώμα, λόγω υπερβολικής εφίδρωσης). Πβ. καύσωνας. ΑΝΤ. δροσιά (1) ● ζέστες (οι): χρονική περίοδος κατά την οποία παρατηρούνται υψηλές θερμοκρασίες: Ξεκίνησε τα μπάνια, πριν ακόμα αρχίσουν οι ~. ● Υποκ.: ζεστούλα (η) ● ΦΡ.: σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα (προφ.): σε περιπτώσεις που η θερμοκρασία αρχίζει να γίνεται εξαιρετικά υψηλή ή χαμηλή: Σε λίγο που θα σφίξουν/πλακώσουν οι ζέστες, θα γεμίσουν οι παραλίες. Έπιασαν ~., (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! βλ. σφίγγω [< μεσν. ζέστη]

παινεύω

παινεύω παι-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {παίν-εψα κ. -ευσα, παιν-έψει κ. -εύσει, παιν-εύτηκε, -ευτεί, παιν-εμένος, παινεύ-οντας} (προφ.): επαινώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι: Τον ~ει για την εργατικότητά του. ~ουν τις χάρες της. (λογοτ.) ~εμένη: πόλη/χώρα. Πβ. εγκωμιάζω, εκθειάζω. ● Παθ.: παινεύομαι: καυχιέμαι, περιαυτολογώ: ~εται για το ακριβό του αυτοκίνητο. ~όταν για την ομορφιά της (πβ. αυτοεπαινούμαι). ΣΥΝ. κοκορεύομαι ● ΦΡ.: αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει (παροιμ.): όποιος δεν επαινεί κάποιον ή κάτι δικό του, το πληρώνει., όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... (προφ.): λέγεται για να μετριαστεί ο αυτοέπαινος που ακολουθεί: ~ ~ η ομάδα μας σκίζει! ~ ~ είμαι πολύ καλή μαγείρισσα! [< μεσν. παινώ]

πάπλωμα

πάπλωμα πά-πλω-μα ουσ. (ουδ.) {παπλώμ-ατος | -ατα} 1. κλινοσκέπασμα γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα, υαλοβάμβακα ή άλλο υλικό: διπλό/μονό/υπέρδιπλο ~. Βλ. κουβέρτα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ινώδες θερμοηχομονωτικό υλικό: οικοδομικό ~. ~ πετροβάμβακα/υαλοβάμβακα. ~ με κοτετσόσυρμα. ● Υποκ.: παπλωματάκι (το) ● ΦΡ.: απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ βάσει των δυνατοτήτων μου., ο καβγάς είναι για το πάπλωμα (μτφ.-προφ.): η πραγματική αλλά κρυφή αιτία της σύγκρουσης είναι το συμφέρον., τον πλάκωσε το πάπλωμα (ειρων.): άργησε να ξυπνήσει. [< μεσν. (ε)πάπλωμα < ἐφάπλωμα]

ταβάνι

ταβάνι τα-βά-νι ουσ. (ουδ.) {ταβαν-ιού} & (λαϊκό) νταβάνι 1. η άνω επιφάνεια κλειστού χώρου, οροφή: γύψινο/ξύλινο ~. Φωτιστικό ~ιού. Το γείσο/τα δοκάρια/οι σανίδες/το ύψος του ~ιού. Σπίτι με χαμηλό/ψηλό ~ (πβ. χαμηλο-, ψηλο-τάβανο). Αρχοντικό με ζωγραφιστό/θολωτό/παραδοσιακό/σκαλιστό ~. Ναός με διακοσμημένο/ξυλόγλυπτο ~. Ανεμιστήρας που κρεμιέται από το ~. Στάζει το ~. Βλ. δάπεδο, πάτωμα, στέγη, ταράτσα, ψευδοροφή. 2. (μτφ.) ανώτατη τιμή, όριο: Πιάσαμε ~ (πβ. κορυφή. ΑΝΤ. πάτος). Η ανεργία έχει χτυπήσει ~ (= έχει ανέβει στα ύψη).|| ~ στις αμοιβές των ... (πβ. πλαφόν). ● ΦΡ.: ίσα με/ίσαμε/μέχρι/ως το ταβάνι (μτφ.-εμφατ.): για σωρό από πράγματα ή για άτομο με ύψος μεγαλύτερο από το σύνηθες: Η στοίβα με τα άπλυτα έφτανε ~ ~ (= βουνό τα άπλυτα).|| Είναι ψηλός ~ ~ (πβ. ντερέκι)., να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει (μτφ.-εμφατ.): ως όρκος ή κατάρα: Αν λέω ψέματα, ~ ~!, πετάγομαι/πηδώ/τινάζομαι μέχρι το ταβάνι/στον αέρα (μτφ.-εμφατ.): αιφνιδιάζομαι, δυσάρεστα ή ευχάριστα: Πήδηξε ~ ~ από τον πόνο. Η χαρά του ήταν τέτοια που τινάχτηκε ~ ~. [< τουρκ. tavan]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.