Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλανήτης πλα-νή-της ουσ. (αρσ.) {πλανητών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλο ετερόφωτο ουράνιο σώμα σφαιρικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο ή έναν αστέρα: κατοικήσιμος ~. Κίνηση/τροχιές (των) ~ών. Οι ~ες του ηλιακού συστήματος είναι οκτώ (: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). Βλ. αστέρι, εξω~, κομήτης, Πλούτωνας.|| (ειδικότ. η Γη:) Ο ~ μας. Σώστε τον ~η! Ο μισός σχεδόν ~ (: ο μισός πληθυσμός του) ζει σε πόλεις.|| (μτφ.) Είναι από/ζει σε/ήρθε από άλλον ~η (: είναι στον κόσμο του, εκτός τόπου και χρόνου· βλ. ούφο). 2. ΑΣΤΡΟΛ. ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Πλούτωνας και οι επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος (εκτός της Γης) ως πηγές ενέργειας ή συναίσθησης που επηρεάζουν την προσωπικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων: ανάδρομος ~. Θέσεις ~ών. Βλ. ζώδιο, σύνοδος, ωροσκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινος πλανήτης: ΑΣΤΡΟΝ. ο Άρης., πλανήτης νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα και δεν είναι δορυφόρος άλλου πλανήτη: Το ηλιακό σύστημα έχει πέντε ~ες ~ους: τη Δήμητρα, τον Πλούτωνα, την Έριδα, τον Μακεμάκε και τη Χαουμέια. Βλ. αστέρι. [< αγγλ. dwarf planet, 1993] , υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< μτγν. πλανήτης, γαλλ. planète, αγγλ. planet]

αστέρι

αστέρι [ἀστέρι] α-στέ-ρι ουσ. (ουδ.) {αστερ-ιού | -ιών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα άπειρα ουράνια σώματα που είναι ορατά από τη Γη κατά τη διάρκεια της νύχτας ως μικρά φωτεινά σημεία στον ουρανό: λαμπερό/μακρινό/φεγγοβόλο/φωτεινό ~. ~ που τρεμοπαίζει/τρεμοσβήνει. Ένα ~ πέφτει. Το ~ του Βορρά (= ο Πολικός Αστέρας). Βραδιά γεμάτη ~ια. Βροχή/σύμπλεγμα ~ιών. Το φεγγάρι και τ' ~ια. Κοιμήθηκα κάτω από τ' ~ια (: κάτω από τον έναστρο ουρανό). (συνεκδ.) Ταξίδι στ' ~ια (= στο Διάστημα). Πβ. αστέρας, άστρο. Βλ. αστερισμός.|| (μτφ.) Ένα τυχερό ~ που μας ακολουθεί/μας συντροφεύει. Τραγούδια που σε ανεβάζουν ως τα ~ια (= σε μαγεύουν, σε σαγηνεύουν).|| (ως οικ. προσφών.-χαϊδευτ.) ~ μου! 2. αντικείμενο που έχει το συμβατικό σχήμα του παραπάνω ουράνιου σώματος (συνήθ. τρεις ή περισσότερες τριγωνικές αιχμηρές απολήξεις εκτεινόμενες ακτινοειδώς από το κέντρο) και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό ή ως σύμβολο: χριστουγεννιάτικο ~. Δέντρο στολισμένο με ~ια και φωτάκια. Κόσμημα/μπισκότα σε σχήμα ~ιού. Κερί-/πιάτο-~.|| Αξιωματικός του στρατού με τρία ασημένια ~ια στον ώμο (= λοχαγός).|| (μτφ., σε δοκιμή πρόσκρουσης) Αυτοκίνητο που απέσπασε/έλαβε πέντε ~ια (= άριστη, κορυφαία βαθμολογία) για την ασφάλεια που προσφέρει. 3. (μτφ.) πρόσωπο, συνήθ. καλλιτέχνης ή αθλητής, που διαπρέπει στον τομέα του και έχει μεγάλη φήμη: κινηματογραφικό/ποδοσφαιρικό/πολιτικό ~ (πβ. άστρο). Ένα ~ ανατέλλει/γεννιέται. Μεγάλα ~ια του μπάσκετ. Πβ. σταρ.|| ~ (= άριστος/άσος) στα μαθηματικά. Είσαι ~, σε παραδέχομαι! ● Υποκ.: αστεράκι (το): Πβ. αστράκι. ● ΣΥΜΠΛ.: ανερχόμενο αστέρι & ανερχόμενος αστέρας: πρόσωπο που ακολουθεί ανοδική πορεία σε έναν χώρο, συνήθ. καλλιτεχνικό ή αθλητικό: ~ ~ της όπερας/του στίβου. ~ ~ στον χώρο της μόδας. [< γαλλ. étoile montante] , απλανής (αστέρας) βλ. αστέρας, άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας ● ΦΡ.: βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο [< 1,2: μεσν. αστέρι, γαλλ. étoile 3: αγγλ. star, γαλλ. étoile]

ζώδιο

ζώδιο ζώ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {ζωδί-ου | -ων} 1. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. καθένας από τους αστερισμούς οι οποίοι αντιστοιχούν στα δώδεκα μέρη του ζωδιακού κύκλου και θεωρείται ότι επιδρούν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και τη ψυχοσύνθεση του ατόμου που έχει γεννηθεί την ανάλογη χρονική περίοδο: τα ~α του αέρα (: Δίδυμοι, Ζυγός, Υδροχόος)/της γης (: Ταύρος, Παρθένος, Αιγόκερως)/του νερού (: Καρκίνος, Σκορπιός, Ιχθύς)/της φωτιάς (: Κριός, Λέων, Τοξότης). Ο Άρης φεύγει από/εγκαταλείπει το ~ των Ιχθύων. Ο Ήλιος/η Σελήνη βρίσκεται στο/περνά από το ~ του Καρκίνου. Ανήκει στο ~ του Λέοντα/της Παρθένου. Τι ~ είσαι; Πιστεύεις στα ~α;|| (προφ.) Ακούω/διαβάζω τα ~α (: τις αστρολογικές προβλέψεις). Βλ. πλανήτης, ωροσκόπιο, ωροσκόπος. 2. ΑΣΤΡΟΛ. (συνεκδ.) το σύμβολο που αναπαριστά καθέναν από τους δώδεκα αστερισμούς: Φορούσε ένα μενταγιόν με το ~ό του. [< αρχ. ζῴδιον]

υπερθέρμανση

υπερθέρμανση [ὑπερθέρμανση] υ-περ-θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.): υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας: ~ του συστήματος (ψύξης)/των φρένων.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ του κλίματος/της Μεσογείου. ● ΣΥΜΠΛ.: υπερθέρμανση της οικονομίας: ΟΙΚΟΝ. υπερβολικά αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πληθωριστικές τάσεις., υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη & παγκόσμια (υπερ)θέρμανση: ΜΕΤΕΩΡ. σταδιακή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας της Γης και των ωκεανών, η οποία μπορεί να προκαλέσει κλιματική αλλαγή. Βλ. φαινόμενο του θερμοκηπίου. [< αγγλ. global warming, 1953] [< γαλλ.réchauffement, surchauffe, 1963]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.