Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλανώ [πλανῶ] πλα-νώ ρ. (μτβ.) {πλαν-άς ... | πλάν-εψα (σπάν. λογιότ.) -εσα, πλανιέμαι (λόγ.) -ώμαι, -άσαι ..., -ήθηκα, -εμένος (λόγ.) -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.): παραπλανώ. Βλ. πλανεύω. ● Παθ.: πλανιέμαι & (λόγ.) πλανώμαι 1. περιπλανιέμαι: ~ήθηκαν στα πέλαγα/σε ερηµιές και βουνά/σε χώρες μακρινές.|| (μτφ.) Το βλέμμα/η ματιά της ~θηκε στον χώρο. Η σκέψη του ~θηκε στα περασμένα. 2. (συνήθ. στον τ. πλανώμαι) (ξε)γελιέμαι, απατώμαι: ~άσαι αν θεωρείς/νομίζεις ότι ... ~ήθηκε ως προς ... ~ημένοι από την παραπληροφόρηση.|| ~ημένη αντίληψη (= εσφαλμένη).|| (ΘΡΗΣΚ.) Οι ~εμένοι/~ημένοι (: που δεν ακολουθούν την ορθή πίστη· αλλόθρησκοι, αιρετικοί ή όσοι αλλαξοπίστησαν)., πλανιέται & (λόγ.) πλανάται: (μτφ.-συνήθ. για κάτι αρνητικό) αιωρείται, επικρέμαται: ~ το ενδεχόμενο/ο κίνδυνος/ο φόβος. Το φάσμα της φτώχειας ~ πάνω από την/στην χώρα. Μυστήριο ~ γύρω από τον φόνο. ● ΦΡ.: πλανάται πλάνη(ν) οικτρά(ν) (λόγ.): βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη: Πλανάσαι ~ ~ (= γελιέσαι, είσαι γελασμένος), αν νομίζεις ότι μπορείς να τον κοροϊδέψεις!, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα (μτφ.) 1. για κάτι που διαδίδεται, κυκλοφορεί συνήθ. ανεπίσημα: Πολλά ερωτήματα/ερωτηματικά/φήμες πλανώνται ~ ~. 2. για ιδέα, συναίσθημα που γίνεται αόριστα αισθητό: Μια αίσθηση ευφορίας ~ ~. Κάτι αρνητικό ~ ~., το πλανάσθαι/σφάλλειν ανθρώπινον βλ. ανθρώπινος [< αρχ. πλανῶ]

ανθρωπινός

ανθρωπινός, ή, ό [ἀνθρωπινός] αν-θρω-πι-νός επίθ. (προφ.) 1. που είναι κατάλληλος για άνθρωπο ή αντάξιός του: ~ός: ύπνος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά. ~ό: μεροκάματο/σπίτι. ~ές: συνθήκες. ~ά: λόγια/ρούχα (ΣΥΝ. της ανθρωπιάς, της προκοπής). Πβ. αξιοπρεπής, ευπρεπής, κόσμιος. 2. (λαϊκό) που ανήκει στον άνθρωπο. ΣΥΝ. ανθρώπινος (1) ● επίρρ.: ανθρωπινά [< μεσν. ανθρωπινός]

πλανεύω

πλανεύω πλα-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {πλάν-εψα, πλαν-εύτηκα, -εμένος, πλανεύ-οντας} (προφ.-λογοτ.): γοητεύω, μαγεύω και κατ' επέκτ. παραπλανώ, ξεγελώ: Τον ~εψε η ομορφιά της. Πβ. γητεύω, μαυλίζω, ξελογιάζω, ξεμυαλίζω.|| Τους ~εψαν με υποσχέσεις. Πβ. εξαπατώ. ● Μτχ.: πλανεμένος , η, ο & πλανημένος 1. εσφαλμένος, πεπλανημένος: ~η: άποψη. 2. παραπλανημένος, ξεγελασμένος. [< μεσν. πλανεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.