πλανώ [πλανῶ] πλα-νώ ρ. (μτβ.) {πλαν-άς ... | πλάν-εψα (σπάν. λογιότ.) -εσα, πλανιέμαι (λόγ.) -ώμαι, -άσαι ..., -ήθηκα, -εμένος (λόγ.) -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.): παραπλανώ. Βλ. πλανεύω. ● Παθ.: πλανιέμαι & (λόγ.) πλανώμαι 1. περιπλανιέμαι: ~ήθηκαν στα πέλαγα/σε ερηµιές και βουνά/σε χώρες μακρινές.|| (μτφ.) Το βλέμμα/η ματιά της ~θηκε στον χώρο. Η σκέψη του ~θηκε στα περασμένα.2. (συνήθ. στον τ. πλανώμαι) (ξε)γελιέμαι, απατώμαι: ~άσαι αν θεωρείς/νομίζεις ότι ... ~ήθηκε ως προς ... ~ημένοι από την παραπληροφόρηση.|| ~ημένη αντίληψη (= εσφαλμένη).|| (ΘΡΗΣΚ.) Οι ~εμένοι/~ημένοι (: που δεν ακολουθούν την ορθή πίστη· αλλόθρησκοι, αιρετικοί ή όσοι αλλαξοπίστησαν)., πλανιέται & (λόγ.) πλανάται: (μτφ.-συνήθ. για κάτι αρνητικό) αιωρείται, επικρέμαται: ~ το ενδεχόμενο/ο κίνδυνος/ο φόβος. Το φάσμα της φτώχειας ~ πάνω από την/στην χώρα. Μυστήριο ~ γύρω από τον φόνο. ● ΦΡ.: πλανάται πλάνη(ν) οικτρά(ν) (λόγ.): βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη: Πλανάσαι ~ ~ (= γελιέσαι, είσαι γελασμένος), αν νομίζεις ότι μπορείς να τον κοροϊδέψεις!, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα (μτφ.) 1. για κάτι που διαδίδεται, κυκλοφορεί συνήθ. ανεπίσημα: Πολλά ερωτήματα/ερωτηματικά/φήμες πλανώνται ~ ~.2. για ιδέα, συναίσθημα που γίνεται αόριστα αισθητό: Μια αίσθηση ευφορίας ~ ~. Κάτι αρνητικό ~ ~., το πλανάσθαι/σφάλλειν ανθρώπινον βλ. ανθρώπινος [< αρχ. πλανῶ]
ανθρωπινός
ανθρωπινός, ή, ό [ἀνθρωπινός] αν-θρω-πι-νός επίθ. (προφ.) 1. που είναι κατάλληλος για άνθρωπο ή αντάξιός του: ~ός: ύπνος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά. ~ό: μεροκάματο/σπίτι. ~ές: συνθήκες. ~ά: λόγια/ρούχα (ΣΥΝ. της ανθρωπιάς, της προκοπής). Πβ. αξιοπρεπής, ευπρεπής, κόσμιος.2. (λαϊκό) που ανήκει στον άνθρωπο. ΣΥΝ. ανθρώπινος (1) ● επίρρ.: ανθρωπινά [< μεσν. ανθρωπινός]
πλανεύω
πλανεύω πλα-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {πλάν-εψα, πλαν-εύτηκα, -εμένος, πλανεύ-οντας} (προφ.-λογοτ.): γοητεύω, μαγεύω και κατ' επέκτ. παραπλανώ, ξεγελώ: Τον ~εψε η ομορφιά της. Πβ. γητεύω, μαυλίζω, ξελογιάζω, ξεμυαλίζω.|| Τους ~εψαν με υποσχέσεις. Πβ. εξαπατώ. ● Μτχ.: πλανεμένος , η, ο & πλανημένος 1. εσφαλμένος, πεπλανημένος: ~η: άποψη.2. παραπλανημένος, ξεγελασμένος. [< μεσν. πλανεύω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.