Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλασμώδιο πλα-σμώ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {πλασμωδί-ου | -ων} ΒΙΟΛ. 1. γένος σποροζώων που ευθύνεται για την ελονοσία. 2. κινητή πολυπύρηνη μάζα πρωτοπλάσματος ή ειδικότ. οργανισμός που προκύπτει από τη συγχώνευση μονοπύρηνων αμοιβαδοειδών κυττάρων∙ συγκύτιο. [< 1: γαλλ. plasmodium, 1922, 2: γαλλ. plasmode, πβ. αγγλ. plasmodium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.