πλαστότητα πλα-στό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του πλαστού: ~ της (υπο)γραφής/των δεδομένων/ενός έργου τέχνης/των στοιχείων/των χειρογράφων. Αναγνώριση/ανιχνευτής/διαπίστωση/έλεγχος ~ας χαρτονομισμάτων. Απέδειξε την ~ του εγγράφου. Βλ. εικονικότητα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. γνησιότητα [< μεσν. πλαστότης]
εικονικότητα
εικονικότητα [εἰκονικότητα] ει-κο-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) φαινομενικότητα και ειδικότ. ιδιότητα δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε εκούσια με ψευδή δήλωση: ~ γάμου.|| (ΝΟΜ.) ~ σύμβασης/συναλλαγής/των φορολογικών στοιχείων.2. ΠΛΗΡΟΦ. ιδιότητα αυτού που δημιουργείται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή δικτύου υπολογιστών: η ~ του διαδικτύου. Βλ. -ότητα. [< 1: γαλλ. virtualité 2: αγγλ. virtuality]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.