Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • πλατεία [πλατεῖα] πλα-τεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ανοιχτός δημόσιος χώρος σε κεντρικό σημείο κατοικημένης περιοχής, στον οποίο συγκεντρώνεται κόσμος, συνήθ. για λόγους αναψυχής: ιστορική/κατάμεστη/κυκλική/κύρια/πλακόστρωτη/πολυσύχναστη/τετράγωνη ~. ~ Aριστοτέλους/Δημοκρατίας/Ελευθερίας/Συντάγματος. Στην ~ του χωριού. Ανάπλαση/διαμόρφωση/δημιουργία/μετονομασία ~ας. (λόγ.) Κτίριο επί της ~ας. Έδωσαν ραντεβού στην ~. Διοργανώνεται συλλαλητήριο στην ~ ... Βλ. πάρκο, πεζόδρομος. 2. (σε θέατρο ή κινηματογράφο) ο χώρος όπου κάθονται οι θεατές (εκτός από τον εξώστη και τα θεωρεία)· συνεκδ. το αντίστοιχο κοινό: θέσεις/καθίσματα στην ~. Τιμή εισιτηρίου: ~ ... €.|| Η ~ ξέσπασε σε χειροκροτήματα. ● Υποκ.: πλατειούλα & (σπάν.) πλατεΐτσα (η): στη σημ. 1. [< 1: μτγν. πλατεῖα, γαλλ. place 2: ιταλ. platea]
  • πλατειάζω πλα-τει-ά-ζω ρ. (αμτβ.) {πλατεία-σα, πλατειά-σει, πλατειάζ-οντας} (λόγ.): εκφράζομαι (προφορικά ή γραπτά) με περισσότερα λόγια από τα απαραίτητα, μακρηγορώ. Πβ. απεραντο-, περιττο-λογώ, φλυαρώ. ΑΝΤ. λακωνίζω. [< αρχ. πλατειάζω 'μιλώ με δωρική προφορά', αγγλ. enlarge]
  • πλατειασμός πλα-τει-α-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τρόπος έκφρασης (προφορικής ή γραπτής) με πολλά και περιττά λόγια, μακρηγορία. Πβ. απεραντο-, περιττο-, πολυ-λογία, φλυαρία. ΑΝΤ. βραχυλογία, λακωνικότητα. [< μτγν. πλατειασμός 'πλατιά προφορά (όπως των Δωριέων) , αγγλ. enlargement]

πάρκο

πάρκο πάρ-κο ουσ. (ουδ.) 1. (σε πόλη) ανοιχτός χώρος, περιφραγμένος και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένος, με γρασίδι, δέντρα, καλλωπιστικά φυτά και διάφορες δομικές κατασκευές, που προορίζεται για ξεκούραση, περίπατο και ψυχαγωγικές δραστηριότητες: δημόσιο ή ιδιωτικό/δημοτικό/μητροπολιτικό ~. Αθλητικό/φυσικό ~. ~ αναψυχής/διασκέδασης (βλ. λούνα παρκ)/νερού (βλ. υδρο~)/πρασίνου/ψυχαγωγίας. ~ με γήπεδο/καθιστικούς χώρους/λίμνη/παιδική χαρά/πλατεία/σιντριβάνι(α). Βιοκλιματική αναβάθμιση/ανάπλαση/διαμόρφωση ~ου. Το αναψυκτήριο/το περίπτερο του ~ου. Βλ. κήπος. 2. (κατ' επέκτ.) υπαίθρια έκταση διαμορφωμένη για εκπαιδευτικούς ή/και ερευνητικούς σκοπούς: αστρονομικό/γεωλογικό (βλ. γεω~)/πολιτιστικό (βλ. πολυχώρος) ~. ~ κυκλοφοριακής αγωγής/περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης (= περιβαλλοντολογικό ~). Βλ. τεχνο~. 3. κατασκευή που αποτελεί περιφραγμένο χώρο, για να κοιμούνται, να παίζουν και να στέκονται τα βρέφη και τα πολύ μικρά παιδιά, χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο. Πβ. παρκοκρέβατο. ● Υποκ.: παρκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιολογικό πάρκο: ΑΡΧΑΙΟΛ. μεγάλη ανοιχτή έκταση με αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα και διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο., εθνικό πάρκο: ευρεία περιοχή με ιδιαίτερη φυσική, ιστορική ή επιστημονική σημασία που προστατεύεται από το κράτος και προσφέρεται για δημόσια χρήση και ψυχαγωγία: εθνικό δασικό/θαλάσσιο πάρκο., θεματικό πάρκο: ιδιωτικό συνήθ. πάρκο του οποίου οι εγκαταστάσεις και τα αξιοθέατα στοχεύουν στην ανάδειξη συγκεκριμένου θέματος και προορίζονται κυρ. για ψυχαγωγία του κοινού: ~ ~ Βιολογικών και Παραδοσιακών Προϊόντων. ~ ~ για παιδιά. Ιστορικά ~ά ~α. Τεράστιο ~ ~ με τρενάκια και παιχνίδια (πβ. λούνα παρκ). [< αγγλ. theme park, 1960] , οικολογικό πάρκο 1. χώρος όπου διοργανώνονται εκθέσεις και διεξάγονται δραστηριότητες στη φύση για την οικολογική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των επισκεπτών και για αναψυχή. 2. περιοχή προστατευόμενη για τη χλωρίδα και την πανίδα της. Βλ. εθνικός δρυμός. [< αγγλ. eco park] , πάρκο κεραιών: οριοθετημένο μέρος στο οποίο έχουν εγκατασταθεί οι κεραίες αδειοδοτημένων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών: Κινητοποίηση κατοίκων ενάντια στο ~ ~. [< αγγλ. antenna park] , πάρκο τσέπης: μικρό πάρκο που δημιουργείται κυρ. σε πυκνοκατοικημένες περιοχές μεγαλουπόλεων με μεγάλη έλλειψη πρασίνου. αγγλ. pocket park, vest-pocket park, 1966] , τεχνολογικό πάρκο 1. κέντρο όπου παρουσιάζονται οι τεχνολογικές και ερευνητικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος, π.χ. πανεπιστημιακού, και διοργανώνονται σχετικές εκθέσεις, συνέδρια, ημερίδες∙ συχνά εκεί διεξάγεται και πρωτογενής έρευνα στις σύγχρονες επιστήμες και τεχνολογίες. ΣΥΝ. τεχνοπάρκο. Βλ. τεχνόπολη. 2. χώρος όπου παρέχεται υλική και τεχνική υποδομή και διάφορες επί πληρωμή υπηρεσίες σε νέες συνήθ. επιχειρήσεις. Πβ. θερμοκοιτίδα. [< αγγλ. technology park] , αιολικό πάρκο βλ. αιολικός2, βιομηχανικό πάρκο βλ. βιομηχανικός, βιοτεχνικό πάρκο βλ. βιοτεχνικός, εμπορικό πάρκο βλ. εμπορικός, επιστημονικό πάρκο βλ. επιστημονικός, ζωολογικό πάρκο βλ. ζωολογικός, ηλιακό πάρκο βλ. ηλιακός, θαλάσσιο πάρκο βλ. θαλάσσιος, κτηνοτροφικό πάρκο βλ. κτηνοτροφικός, φωτοβολταϊκό πάρκο βλ. φωτοβολταϊκός [< 1: ιταλ. parco 2: αγγλ. park 3: γαλλ. parc]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.