Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • πλατό πλα-τό ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. χώρος ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος σε στούντιο, όπου γίνονται τηλεοπτικά ή κινηματογραφικά γυρίσματα: ~ (της) εκπομπής. Ο ηθοποιός επέστρεψε στα ~. Βλ. παρασκήνια, σκηνή. 2. ΤΕΧΝΟΛ. επίπεδη στρογγυλή επιφάνεια του πικάπ, πάνω στην οποία τοποθετείται ο δίσκος. 3. (γενικότ.) οποιοδήποτε επίπεδο, δισκοειδές αντικείμενο: ανοξείδωτο (σε κουζίνα)/αποσπώμενο (σε ραπτομηχανή)/σπαστό ~. ~ συμπλέκτη (ενν. αυτοκινήτου). ~ τυριών (πβ. πιατέλα). [< γαλλ. plateau]
  • πλατοκάθισμα πλα-το-κά-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {πλατοκαθίσμ-ατα, συνήθ. στον πληθ.}: κάλυμμα κυρ. για καθένα από τα μπροστινά καθίσματα αυτοκινήτου, το οποίο φτάνει μέχρι την πλάτη: ~ πετσέτα/ψάθα με ύφασμα. ~ατα δερματίνης/τρυπητά.
  • πλατόνι πλα-τό-νι ουσ. (ουδ.) & πλατώνι: ΖΩΟΛ. είδος μικρού άγριου ευρασιατικού ελαφιού με πλατιά κέρατα (επιστ. ονομασ. Dama dama): το ~ της Ρόδου. [< μεσν. πλατόνι(ον), μτγν. πλάτωνις (ὁ)]
  • πλάτος πλά-τος ουσ. (ουδ.) {πλάτ-ους | -η} 1. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (μαζί με το μήκος και το ύψος) ή η συνήθ. μικρότερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ελάχιστο/μέγιστο/(συν)ολικό ~. Το ~ του δρόμου/κουτιού/ποταμού/της σελίδας/του τραπεζιού. ΣΥΝ. εύρος (1), φάρδος (1) 2. (μτφ.) έκταση, εύρος: το ~ ενός όρου. Εντυπωσίαζε με το βάθος και το ~ των γνώσεών/ενδιαφερόντων του. Βλ. ποικιλία. 3. ΦΥΣ. η μέγιστη τιμή που λαμβάνει ένα περιοδικά μεταβαλλόμενο μέγεθος: το ~ της έντασης/ταλάντωσης/τάσης. 4. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των στενότερων εννοιών οι οποίες υπάγονται σημασιολογικά σε μια ευρύτερη έννοια. Βλ. βάθος. ΑΝΤ. γένος (5) ● πλάτη (τα) (συνήθ. λογοτ.): ευρεία έκταση: τα ~η της θάλασσας/του ουρανού. [< γαλλ. largeurs] ● ΣΥΜΠΛ.: αναζήτηση κατά πλάτος: ΠΛΗΡΟΦ. που επεκτείνεται και στους γειτονικούς κόμβους. ~ ~ ή βάθος., γεωγραφικό πλάτος βλ. γεωγραφικός ● ΦΡ.: κατά πλάτος: ως προς το πλάτος: επέκταση ~ ~. Κινείται ~ ~ του δωματίου., σε βάθος και (σε) πλάτος βλ. βάθος, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) βλ. μήκος, σε όλο το μήκος και (το) πλάτος βλ. μήκος [< 1: αρχ. πλάτος 2: αγγλ. breadth, largeur 3: γαλλ. amplitude 4: μτγν.]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

γεωγραφικός

γεωγραφικός, ή, ό γε-ω-γρα-φι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη γεωγραφία: ~ός: χάρτης (βλ. άτλας)/χώρος. ~ή: ανάλυση/έκταση/ενότητα (= περιφέρεια)/κατανομή/οντότητα (π.χ. πόλη, νησί, νομός, χώρα)/περιοχή. ~ό: διαμέρισμα/στίγμα (πλοίου). ~ά: δεδομένα (= γεωδεδομένα). Βλ. ανθρωπο~, βιο~, παλαιο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ακρ. ΓΣΠ): ΠΛΗΡΟΦ. για τη συλλογή, αποθήκευση, διαχείριση και ανάλυση γεωγραφικών δεδομένων, καθώς και την αναπαράστασή τους με τη μορφή εικόνων και χαρτών: ψηφιακή χαρτογραφία και ~ ~. Βλ. γεωπληροφορική. [< αγγλ. Geographic(al) Information Systems (GIS)] , γεωγραφικές συντεταγμένες: γεωγραφικό μήκος και πλάτος (ενός τόπου). Βλ. υψόμετρο., γεωγραφική θέση: ο προσανατολισμός ενός τόπου ως προς την ευρύτερη περιοχή., γεωγραφικό μήκος: η γωνιακή απόσταση του μεσημβρινού ενός τόπου από τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς: ανατολικό/δυτικό ~ ~ (: ανάλογα με το αν ο τόπος βρίσκεται στο ανατολικό ή το δυτικό ημισφαίριο). ~ ~ μηδέν (: συμπίπτει με τον πρώτο μεσημβρινό). [< γαλλ. longitude] , γεωγραφικό πλάτος: η γωνιακή απόσταση ενός τόπου από τον Ισημερινό: βόρειο/νότιο ~ ~ (: ανάλογα με το αν ο τόπος βρίσκεται στο βόρειο ή το νότιο ημισφαίριο). ~ ~ μηδέν (: συμπίπτει με τον Ισημερινό). [< γαλλ. latitude] [< μτγν. γεωγραφικός, γαλλ. géographique, αγγλ. geographic]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

ποικιλία

ποικιλία ποι-κι-λί-α ουσ. (θηλ.) {ποικιλιών} 1. παρουσία διαφορετικών στοιχείων σε ένα σύνολο, η οποία προσφέρει μεγάλη δυνατότητα επιλογών: ~ γεύσεων/θεμάτων/υλικών. Το κατάστημα προσφέρει μεγάλη ~ σε κοσμήματα. Υπάρχει µια τεράστια ~ από προϊόντα. Πβ. γκάμα, πλούτος, ποικιλο-, πολυ-μορφία.|| Για ~/χάριν ~ας (: για αποφυγή της ομοιομορφίας).|| (ΓΛΩΣΣ.) Γεωγραφική/γλωσσική/διαλεκτική/κοινωνική/υφολογική ~. ΑΝΤ. μονοτονία (1) 2. ΒΙΟΛ. υποδιαίρεση ενός είδους με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους υπόλοιπους οργανισμούς: γενετικά τροποποιημένη/όψιμη/πρώιμη/φυτική ~. Ερυθρή/λευκή/οινοποιήσιμη ~ αμπέλου/σταφυλιού. Ανθεκτικές/ντόπιες/ξενικές ~ες φυτών. ~ ελιάς/τσαγιού. ~ες ζώων/λαχανικών/σιτηρών/σπόρων/φρούτων. 3. ΜΑΓΕΙΡ. κρύο συνήθ. πιάτο με διάφορους μεζέδες, που συνοδεύει οινοπνευματώδες ποτό: μικρή ~. ~ αλλαντικών/θαλασσινών/ορεκτικών/τυριών. ~ για δύο άτομα. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική ποικιλία ΒΙΟΛ. 1. μεταβολή σε ένα ή περισσότερα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά. 2. γενετική ποικιλότητα. Πβ. βιοποικιλότητα. [< 1: αγγλ. genetic variation] , καλλιεργούμενη ποικιλία: ΓΕΩΠ. κάθε είδος φυτού που αποτελεί προϊόν επιλογής, μετάλλαξης ή υβριδισμού και έχει διετή βιολογικό κύκλο: ~ες ~ες αμπέλου. [< αρχ. ποικιλία 2: γαλλ. variété]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.