Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλαϊνός , ή, ό πλα-ϊ-νός επίθ.: που βρίσκεται πλάι σε κάτι ή κάποιον, διπλανός: ~ή: πόρτα. ~ό: δωμάτιο. ~ές: πλευρές. ~ά: μέρη. Πβ. παρακείμενος, παράπλευρος.|| (ως ουσ.) Ο ~ μου (: που κάθεται δίπλα μου). ● Ουσ.: πλαϊνά (τα): (συνήθ. για πλεούμενα) πλάγια τοιχώματα, πλευρές που βρίσκονται στο πλάι: ~ του πλοίου.|| ~ του αμαξώματος/δρόμου (= τα πλάγια). [< μεσν. πλαγινός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.