πλείστοι , ες, α [πλεῖστοι] πλεί-στοι επίθ. {σπανιότ. στον εν. πλείστος} (λόγ.): πολλοί: Νέο μοντέλο με ~ες τεχνολογικές καινοτομίες. ~α θέματα αντλούνται από ... ● Ουσ.: οι πλείστοι (απαιτ. λεξιλόγ.): οι περισσότεροι: ~ ~ από εμάς/(λογιότ.) εξ ημών ... Στις ~ες των περιπτώσεων ..., το πλείστο(ν): το μεγαλύτερο μέρος: ~ ~ της παραγωγής διατίθεται σε ... ● ΦΡ.: κατά το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο μέρος, στο μεγαλύτερο ποσοστό: Έκθεση που παρουσιάζει έργα σύγχρονων, ~ ~, ζωγράφων., πλείστοι όσοι: πάρα πολλοί, πολλοί και διάφοροι: ~ ~ ασχολήθηκαν με το θέμα. Έχουν καταγγείλει ~ες ~ες φορές την κατάσταση. Αντιμετωπίζουν ~α ~α προβλήματα., ως επί το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο ποσοστό· κυρίως: Πολύς κόσμος, ~ ~ εργαζόμενοι, ...|| Αναφέρθηκε ~ ~ στα κοινωνικά προβλήματα. [< αρχ. πλεῖστοι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.