Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλειοδοσία πλει-ο-δο-σί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. η υψηλότερη οικονομική προσφορά σε δημοπρασία, διαγωνισμό ή πλειστηριασμό: διαδικασία ~ας. Πβ. υπερθεματισμός.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Πατριωτική ~. ~ (προεκλογικών) παροχών/υποσχέσεων. Βλ. -δοσία. ΑΝΤ. μειοδοσία [< γερμ. Höchstgebot]

-δοσία

-δοσία {-δοσιών}: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνει κυρ. παροχή ή προσφορά: αιμο~/εργο~/κληρο~/μισθο~/τροφο~.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Ασυ~/προ~. Βλ. -δότης, -δότηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.