Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλεονέκτης πλε-ο-νέ-κτης ουσ. (αρσ.) {πλεονεκτών | σπάν. θηλ. πλεονέκτρα} & (σπάν.-προφ.) πλεονέχτης: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από πλεονεξία. Πβ. αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος. ΑΝΤ. ολιγαρκής [< αρχ. πλεονέκτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.