Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλεοναστικός , ή, ό πλε-ο-να-στι-κός επίθ. 1. που πλεονάζει. Πβ. υπερβολικός. Βλ. ελλειπτικός. 2. (σπάν.) πλεονασματικός. ● επίρρ.: πλεοναστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. πλεοναστικός, γαλλ. pléonastique, αγγλ. pleonastic]

ελλειπτικός

ελλειπτικός, ή, ό [ἐλλειπτικός] ελ-λει-πτι-κός επίθ. 1. που έχει το σχήμα της έλλειψης: (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ός: γαλαξίας. Διαστημόπλοιο/πλανήτες σε ~ή κίνηση/τροχιά. Πβ. ελλειψοειδής.|| (ΜΑΘ.) ~ές: εξισώσεις/καμπύλες/συναρτήσεις. ~ά: ολοκληρώματα. Βλ. διαφορ-, παραβολ-ικός.|| (ΓΕΩΜ.) ~ός: κύλινδρος. ~ή: Γεωμετρία (: μη ευκλείδεια). 2. που παρουσιάζει ελλείψεις: ~ή: αφήγηση/γραφή/διατύπωση (βλ. βραχυλογία). ~ό: ύφος. Πβ. αποσπασματ-, αφαιρετ-, λακων-, τηλεγραφ-ικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: υποθετικός λόγος (: παραλείπεται το ένα σκέλος του). ~ή: πρόταση (: απουσιάζουν ένας ή περισσότεροι βασικοί συντακτικοί όροι ως ευκόλως εννοούμενοι). ~ό: (= ελλιπές) ρήμα (: ως προς τους χρόνους του). ~ά: ονόματα (: ως προς τις πτώσεις τους). ● επίρρ.: ελλειπτικά (σπάν.) & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ελλειπτικό (μηχάνημα/όργανο): ΓΥΜΝ. σύνθετο όργανο γυμναστικής που συνδυάζει το ποδήλατο, το στεπ και άλλες αερόβιες ασκήσεις, επιβαρύνοντας ελάχιστα τις αρθρώσεις. Βλ. αεροβική, κωπηλατικό. [< αγγλ. elliptical machine, 1996] [< 1: γαλλ. elliptique, αγγλ. elliptical 2: μτγν. ἐλλειπτικός] ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.