ελλειπτικός, ή, ό [ἐλλειπτικός] ελ-λει-πτι-κός επίθ. 1. που έχει το σχήμα της έλλειψης: (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ός: γαλαξίας. Διαστημόπλοιο/πλανήτες σε ~ή κίνηση/τροχιά. Πβ. ελλειψοειδής.|| (ΜΑΘ.) ~ές: εξισώσεις/καμπύλες/συναρτήσεις. ~ά: ολοκληρώματα. Βλ. διαφορ-, παραβολ-ικός.|| (ΓΕΩΜ.) ~ός: κύλινδρος. ~ή: Γεωμετρία (: μη ευκλείδεια).2. που παρουσιάζει ελλείψεις: ~ή: αφήγηση/γραφή/διατύπωση (βλ. βραχυλογία). ~ό: ύφος. Πβ. αποσπασματ-, αφαιρετ-, λακων-, τηλεγραφ-ικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: υποθετικός λόγος (: παραλείπεται το ένα σκέλος του). ~ή: πρόταση (: απουσιάζουν ένας ή περισσότεροι βασικοί συντακτικοί όροι ως ευκόλως εννοούμενοι). ~ό: (= ελλιπές) ρήμα (: ως προς τους χρόνους του). ~ά: ονόματα (: ως προς τις πτώσεις τους). ● επίρρ.: ελλειπτικά (σπάν.) & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ελλειπτικό (μηχάνημα/όργανο): ΓΥΜΝ. σύνθετο όργανο γυμναστικής που συνδυάζει το ποδήλατο, το στεπ και άλλες αερόβιες ασκήσεις, επιβαρύνοντας ελάχιστα τις αρθρώσεις. Βλ. αεροβική, κωπηλατικό. [< αγγλ. elliptical machine, 1996] [< 1: γαλλ. elliptique, αγγλ. elliptical 2: μτγν. ἐλλειπτικός] ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.