Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλεονεκτικός , ή, ό πλε-ο-νε-κτι-κός επίθ.: που υπερτερεί, είναι καλύτερος ή ανώτερος, συγκριτικά με κάτι ή κάποιον: ~ή: μεταχείριση/περιοχή/τιμή/τοποθεσία. ~ό: σημείο. Βρίσκομαι σε ~ή/~ότερη θέση. Πβ. ευνοϊκός, προνομιακός. ΑΝΤ. μειονεκτικός ● επίρρ.: πλεονεκτικά [< αρχ. πλεονεκτικός ‘απαιτητικός, φιλόδοξος, επωφελής’, γαλλ. avantageux]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.