Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλευρώτους πλευ-ρώ-τους ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} : ΒΟΤ. είδος εδώδιμων μανιταριών (οικογ. Pleurotaceae, επιστ. ονομασ. Pleurotus ostreatus) με πεπλατυσμένο σχήμα και κυματιστές αυλακώσεις: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ στα κάρβουνα. [< γαλλ. pleurote, αγγλ. pleurotus < νεολατ. ~ < πλευρό + οὖς, ὠτός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.