Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πληθυσμός πλη-θυ-σμός ουσ. (αρσ.) 1. αριθμός ανθρώπων μιας περιοχής ή κοινωνικής ομάδας: αγροτικός/(ημι)αστικός/ενεργός (= εργαζόμενος)/ιθαγενής/παγκόσμιος ~. ~ του πλανήτη/της πόλης/του χωριού. Απογραφή/μεταβολή ~ού. Βλ. υπερ~. 2. ΒΙΟΛ. σύνολο ζωικών ή φυτικών οργανισμών μιας περιοχής που ανήκουν σε συγκεκριμένο είδος. Bλ. βιοποικιλότητα.|| ~οί κυττάρων. 3. ΣΤΑΤΙΣΤ. σύνολο στοιχείων ενός δείγματος: μέσος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμική (των) πληθυσμών: ΟΙΚΟΛ. μελέτη της δομής και της εξέλιξης των φυτικών και ζωικών πληθυσμών, σε σχέση με τους παράγοντες του περιβάλλοντος. [< αγγλ. population dynamics, 1977] , άμαχος πληθυσμός βλ. άμαχος, ανταλλαγή πληθυσμών βλ. ανταλλαγή, αύξηση πληθυσμού βλ. αύξηση, γήρανση πληθυσμού βλ. γήρανση, πυκνότητα (του) πληθυσμού βλ. πυκνότητα, πυραμίδα του πληθυσμού βλ. πυραμίδα [< μτγν. πληθυσμός ‘αύξηση, πολλαπλασιασμός’, γαλλ. population, αγγλ. ~]

άμαχος

άμαχος, η, ο [ἄμαχος] ά-μα-χος επίθ.: που δεν συμμετέχει ενεργά σε πόλεμο: ~α: θύματα. Βλ. -μαχος. ΑΝΤ. μάχιμος (2) ● Ουσ.: άμαχοι (οι) {αμάχ-ων, -ους}: άμαχος πληθυσμός: αθώοι ~. Απώλειες/προστασία/σφαγή ~ων. Χιλιάδες ~ σκοτώθηκαν/έχουν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους. Επιθέσεις/πυρά εναντίον ~ων. Βοήθεια στους ~ους. ● ΣΥΜΠΛ.: άμαχος πληθυσμός: ΝΟΜ. το σύνολο των κατοίκων μιας περιοχής που δεν λαμβάνει ενεργό μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις και προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις, κυρ. γυναικόπαιδα. [< αρχ. ἄμαχος]

ανταλλαγή

ανταλλαγή[ἀνταλλαγή] α-νταλ-λα-γή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω: ~ δώρων/επισκέψεων/επιστολών/νομισμάτων/οικοπέδων. ~ βαρύτατων κατηγοριών/ευχών/ύβρεων/φιλοφρονήσεων (πβ. ανταπόδοση). Ελεύθερη ~ απόψεων/γνώσεων/εμπειριών/ιδεών. Δυνατότητα/σύστημα ~ής (πληροφοριών). Καθεστώς (εμπορικών) ~ών.|| ~ τεχνολογίας μεταξύ εταιρειών. Πρόγραμμα ~ής μαθητών/φοιτητών μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακαδημαϊκές/πολιτιστικές ~ές. ~ές εκπαιδευτικών/επιστημόνων. Στο πλαίσιο μορφωτικών ~ών ...|| (ΦΥΣ.) ~ θερμότητας με το περιβάλλον.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων (μεταξύ συστημάτων). ● ΣΥΜΠΛ.: ανταλλαγή αιχμαλώτων: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές., ανταλλαγή εδαφών: ΝΟΜ. αμοιβαία παραχώρηση χερσαίων ή/και θαλάσσιων περιοχών ανάμεσα σε εμπόλεμα γειτονικά κράτη στα πλαίσια διεθνούς συμφωνίας., ανταλλαγή πληθυσμών (παλαιότ.): ΝΟΜ. συμφωνία μεταξύ όμορων εμπόλεμων κρατών περί αμοιβαίας μετανάστευσης των μειονοτήτων τους και εγκατάστασής τους σε αυτό από το οποίο κατάγονται: βίαιη/υποχρεωτική ~ ~. Βλ. απέλαση, εκπατρισμός. ● ΦΡ.: σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών: κατά τη διάρκεια ανταπόδοσης πυροβολισμών: νεκρός ~ ~. Έχασε τη ζωή του/σκοτώθηκε ~ ~. [< μτγν. ἀνταλλαγή, γαλλ. échange, αγγλ. exchange]

αύξηση

αύξηση[αὔξηση] αύ-ξη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ποσοτική άνοδος: αλματώδης/ανησυχητική/απότομη/γενναία/εκρηκτική/επικείμενη/ετήσια/καθαρή/κατακόρυφη/μηδενική/νόμιμη/ονομαστική/ποσοστιαία/σημαντική/σταδιακή/υψηλή ~. ~ της ανταγωνιστικότητας/των αποδοχών/του αφορολόγητου/βάρους (= πάχυνση)/της εγκληματικότητας/του ελλείμματος/των εξαγωγών/των επιτοκίων/της ζήτησης (ΑΝΤ. πτώση)/του κόστους/των μέτρων ασφαλείας (= ενίσχυση)/της παραγωγής/των ωρών διδασκαλίας. ~ του περιθωρίου (= μεγάλωμα). ~ στα καταναλωτικά δάνεια της τάξης του ...%. Ρυθμός ~ης.|| (ειδικότ., για μισθολογική ~:) Αναστολή/καταβολή/πάγωμα/χορήγηση αυξήσεων.|| (Για ~ των τιμών:) Νέες αυξήσεις. Αυξήσεις-φωτιά. Κύμα αυξήσεων (= ανατιμήσεων) σε προϊόντα. Βλ. επ~, προσ~, υπερ~. ΑΝΤ. ελάττωση, μείωση. 2. ΒΙΟΛ. φυσιολογική ανάπτυξη οργανισμού ή ανεξέλεγκτος κυτταρικός πολλαπλασιασμός: ~ της μυϊκής μάζας.|| ~ των καρκινικών κυττάρων. 3. ΓΡΑΜΜ. μεταβολή του ρηματικού θέματος στην οριστική παρατατικού και αορίστου, συλλαβική, όταν το θέμα αρχίζει από σύμφωνο (γράφω – έγραφα –έγραψα), χρονική ή, αλλιώς, φωνηεντική, όταν το θέμα αρχίζει από φωνήεν (ελπίζω – ήλπιζα – ήλπισα) και εσωτερική, συλλαβική ή χρονική, όταν το ρήμα είναι σύνθετο με προθετικό πρόθημα (προβάλλω – προέβαλα, απευθύνω – απηύθυνα). ● ΣΥΜΠΛ.: αύξηση πληθυσμού: ΔΗΜΟΓΡ. άνοδος του αριθμού των ατόμων που ζουν σε μία χώρα ή περιοχή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: αναιμική/ραγδαία/ταχεία/φυσική ~ ~. [< αγγλ. population growth, 1927] ● ΦΡ.: δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση: παρέχω, λαμβάνω ή αξιώνω μεγαλύτερο μισθό: Η κυβέρνηση έδωσε ~ ... % στους μισθωτούς. Προήχθη και πήρε ~.|| (κατ' επέκτ.) Τα ασφάλιστρα πήραν ~. [< 1: αρχ. αὔξησις, γαλλ. augmentation, αγγλ. increase 2: γαλλ. augmentation, αγγλ. growth 3: μτγν. σημ.]

γήρανση

γήρανσηγή-ραν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προοδευτική φθορά του οργανισμού με την πάροδο της ηλικίας: βιολογική/ορμονική/πνευματική/πρόωρη/φυσιολογική ~. ~ του δέρματος/των κυττάρων/του σώματος. Σημάδια ~ης. Επιβράδυνση/καταπολέμηση της ~ης. Πβ. γέρασμα, γηρασμός. Βλ. αντι~, φωτο~. 2. (μτφ.) φθορά λόγω παλαιότητας: ~ του κτιρίου/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: γήρανση πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή γήρανση: ΔΗΜΟΓΡ. συνεχής αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων ως προς τον συνολικό πληθυσμό με ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των παιδιών και συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών. Πβ. δημογραφικό (πρόβλημα). Βλ. υπογεννητικότητα., δείκτης γήρανσης: ΔΗΜΟΓΡ. αναλογία (επί τοις εκατό) του πληθυσμού άνω των εξήντα πέντε ετών προς τον πληθυσμό με ηλικία μέχρι δεκατεσσάρων ετών. Βλ. δείκτης γεννητικότητας., ενεργός γήρανση: (στην Ευρωπαϊκή Ένωση) αύξηση της μέσης ηλικίας απασχόλησης στην αγορά εργασίας, με ταυτόχρονη εξειδικευμένη αξιοποίηση της απασχόλησης των ηλικιωμένων., τεχνητή γήρανση: ΤΕΧΝΟΛ. (κυρ. στη μεταλλουργία) θερμική επεξεργασία για την αύξηση της ανθεκτικότητας υλικού. [< αγγλ. artificial ageing, 1930] [< αρχ. γήρανσις]

πυκνότητα

πυκνότηταπυ-κνό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του πυκνού: η ~ της βλάστησης/του καπνού/του χιονιού. Μεγάλη/μέση ~ δόμησης/κατοίκησης/φύτευσης. ΑΝΤ. αραιότητα.|| (μτφ.) Η ~ των επαφών/συναντήσεων (= μεγάλη συχνότητα). Η ~ της κίνησης (= πολλή κίνηση).|| Η ~ της έκφρασης/του λόγου/του ύφους (πβ. μεστ-, περιεκτικ-ότητα). Βλ. -ότητα. 2. ΦΥΣ. η μάζα ανά μονάδα όγκου, δηλ. το πηλίκο της μάζας ενός υλικού προς τον όγκο που καταλαμβάνει (σύμβ. ρ): ενεργειακή ~. η ~ του αέρα/αερίου/μετάλλου/νερού. ~ ροής ισχύος (σύμβ. S)/φορτίου. Διακυμάνσεις/μέτρηση/υπολογισμός της ~ας. Βλ. ειδικό βάρος, περιεκτικότητα.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένη/μειωμένη οστική ~ (= μάζα).|| (ΒΙΟΧ.) Λιποπρωτεΐνη υψηλής (= HDL)/χαμηλής (= LDL) ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική πυκνότητα: ΦΥΣ. απορρόφηση. , πυκνότητα (του) πληθυσμού & πληθυσμιακή πυκνότητα : το σύνολο των ανθρώπων ή γενικότ. των έμβιων όντων που ζουν σε μια περιοχή (πόλη, χώρα, ήπειρο ή σε όλη τη Γη) προς τη συνολική της επιφάνεια: η ~ ~ στη βιολογία/ως δείκτης αστικοποίησης. [< αγγλ. population density] , πυκνότητα ρεύματος: ΗΛΕΚΤΡ. το πηλίκο της έντασης του ρεύματος που διέρχεται εντός αγωγού, προς τη διατομή του (σύμβ. J). [< αρχ. πυκνότης, γαλλ. densité]

πυραμίδα

πυραμίδαπυ-ρα-μί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. τεράστιο οικοδόμημα από ογκόλιθους, με σχήμα όμοιο με αυτό του αντίστοιχου στερεού, που το χρησιμοποιούσαν κυρ. ως ταφικό μνημείο βασιλιάδων: βαθμιδωτή/γιγάντια/κλιμακωτή ~. Οι ~ες της Αιγύπτου (= αιγυπτιακές ~ες)/της Γκίζας/των Φαραώ (βλ. μασταμπάς). Οι ~ες των Μάγια. 2. ΓΕΩΜ. πολύεδρο, που η βάση του είναι πολύγωνο και οι υπόλοιπες πλευρές του τρίγωνα, τα οποία ενώνονται σε κοινή κορυφή: κανονική (τετραγωνική)/κόλουρη ~. Βλ. κύβος. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει το αντίστοιχο σχήμα: γυάλινη/κρυστάλλινη ~. Η ~ του Λούβρου. ~ από τραπουλόχαρτα.|| (ΑΝΑΤ.) Νεφρικές ~ες. 4. (μτφ.) ιεραρχική κλίμακα όπου η διαβάθμιση γίνεται από την κορυφή (ανώτερη θέση) προς τη βάση (κατώτερη θέση): διοικητική/εκπαιδευτική/κοινωνική ~. Ανακατατάξεις στην ηγετική ~ του κόμματος. 5. το παράνομο παιχνίδι αεροπλανάκι και η αντίστοιχη επιχείρηση οργάνωσης δικτύων καταναλωτών. ● ΣΥΜΠΛ.: διατροφική πυραμίδα & πυραμίδα των τροφίμων & τροφική πυραμίδα: γραφική αναπαράσταση σε σχήμα τριγώνου που υποδεικνύει τις τροφές τις οποίες πρέπει να καταναλώνουμε (στη βάση βρίσκονται αυτές με τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά και στην κορυφή όσες πρέπει να τρώμε σε μικρές ποσότητες): μεσογειακή ~ ~. [< αγγλ. food pyramid, 1949] πυραμίδα του πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή πυραμίδα: ΔΗΜΟΓΡ. γραφική παράσταση που δείχνει τη σύνθεση και την εξέλιξη ενός πληθυσμού, όσον αφορά το φύλο και την ηλικία. [< αρχ. πυραμίς, γαλλ. pyramide, αγγλ. pyramid, 5: αμερικ. ~, 1932]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.