Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλημμυροπαθής , ής, ές πλημ-μυ-ρο-πα-θής επίθ./ουσ. {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): (για άνθρωπο, τόπο) που έχει υποστεί καταστροφή από πλημμύρα: (ως ουσ.) άστεγοι ~είς. Βλ. πυρο-, σεισμο-παθής. ΣΥΝ. πλημμυρόπληκτος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.