πλην πρόθ. 1. ΜΑΘ. μείον. ΑΝΤ. συν (2) 2. εκτός, με εξαίρεση: (+ αιτ.) Πλήρωσα είκοσι ευρώ ~ (= χωρίς) τα έξοδα αποστολής/ΦΠΑ.|| (+ γεν., λόγ.) Τα δρομολόγια πραγματοποιούνται καθημερινά ~ Κυριακών και εορτών. Σε όλες τις χώρες, ~ της ... Δεν έχω να προσθέσω κάτι, ~ του ότι ... ~ αυτού/τούτου, ισχύει, επίσης, ότι ... ΑΝΤ. συν (1) ● Ουσ.: τα πλην: μειονεκτήματα: τα συν (= τα θετικά, τα πλεονεκτήματα, τα υπέρ) και ~ ~ (= τα αρνητικά, τα κατά) μιας μεθόδου/πρότασης/συσκευής.|| Το ~ του σχεδίου είναι ότι ... [< γαλλ. moins] ● ΣΥΜΠΛ.: συν-πλην βλ. συν ● ΦΡ.: πλην άλλων & πλην των άλλων (λόγ.): εκτός των άλλων: Αποφασίστηκε ~ ~ ότι ..., πλην ενός (λόγ.) & εκτός ενός: εκτός από ένα(ν): Ήρθαν όλοι ~ ~., πλην όμως (λόγ.): ωστόσο, αλλά όμως: Συγκρότημα που έχει περιορισμένο, ~ ~, φανατικό ακροατήριο. Φτωχός ~ (~) τίμιος νεαρός.|| Δεσμεύτηκαν ότι θα εφαρμοστεί το νέο μέτρο, ~ ~, δεν έγινε γνωστό πότε., εμμέσως πλην σαφώς βλ. έμμεσος [< 1: αρχ. πλήν 2: αγγλ. minus]
έμμεσος
έμμεσος, η, ο [ἔμμεσος] έμ-με-σος επίθ. ΑΝΤ. άμεσος 1. που δεν συνδέεται απευθείας με κάποιον ή κάτι· που γίνεται με τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου ή κάποιου μέσου, δηλ. όχι κατευθείαν: ~ος: έλεγχος/κίνδυνος. ~η: εκλογή/εμπλοκή/επικοινωνία/ευθύνη/πληροφορία/συμμετοχή. ~ο: συμπέρασμα/συμφέρον. ~ες: απειλές/επιπτώσεις/συνέπειες/ωφέλειες. ~α: αποτελέσματα. Το ~ο περιβάλλον του ατόμου (: εργασία, σχολείο, φίλοι).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ο: κόστος/όφελος. ~ες: απώλειες/δαπάνες/ζημίες.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ες: μαρτυρίες/πηγές.|| ~ος: φωτισμός (= κρυφός).|| ~ος: εργοδότης.2. που δεν είναι ξεκάθαρος, σαφής: ~ος: εκβιασμός/ισχυρισμός. ~η: αναφορά/απάντηση/επίθεση (ΑΝΤ. κατά πρόσωπο)/νύξη/προειδοποίηση. ~ο: σχόλιο. Πβ. συγκαλυμμένος, υπαινικτικός, υπόρρητος.|| (ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ.) ~η: απόδειξη. ● επίρρ.: έμμεσα & (λόγ.) εμμέσως:Δυσκολίες που προκύπτουν ~.|| Ήθελε ~ (= με ~ο τρόπο) να μου πει ... (ΣΥΝ. απ' έξω-απ' έξω. ΑΝΤ. απερίφραστα, ευθέως, στα ίσ(ι)α, σταράτα). ● ΣΥΜΠΛ.: έμμεσο (φάουλ): ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) που εκτελείται, υποχρεωτικά με πάσα, στο σημείο όπου έγινε η παράβαση (ακόμα και μέσα στη μεγάλη περιοχή)., αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία βλ. δημοκρατία, γκρίζα διαφήμιση βλ. διαφήμιση, έμμεση βολή βλ. βολή1, έμμεση εκλογή βλ. εκλογή, έμμεση παράδοση βλ. παράδοση, έμμεσο αντικείμενο βλ. αντικείμενο, έμμεσο τρίποντο βλ. τρίποντο, ηθικός/έμμεσος αυτουργός βλ. αυτουργός, κοινωνικός/έμμεσος μισθός βλ. μισθός ● ΦΡ.: εμμέσως πλην σαφώς (απαιτ. λεξιλόγ.): έμμεσα, αλλά ξεκάθαρα: ~ ~, τάχθηκε υπέρ της προτεινόμενης λύσης. Μας απείλησε ~ ~. [< πβ. μτγν. ἔμμεσος ‘ενδιάμεσος’, γαλλ.-αγγλ. indirect]
συν
συν πρόθ. (λόγ.) 1. επιπλέον, επιπρόσθετα: Κοστίζει εκατό ευρώ ~ ΦΠΑ (= περιλαμβανομένου του ...)/τις κρατήσεις (= μαζί με ...). Με έχει κουράσει το θέμα, ~ το (γεγονός) ότι ... ΑΝΤ. πλην (2) 2. ΜΑΘ. το σύμβολο της πρόσθεσης (+), πρόσημο θετικών αριθμών: Ένα ~ τρία ίσον τέσσερα. Η θερμοκρασία είναι ~ 25 βαθμοί Κελσίου. Συμβόλαιο για τρία ~ δύο χρόνια. ΑΝΤ. μείον (1), πλην (1) ● Ουσ.: συν (τα) {σπάν. στον εν.}: πλεονεκτήματα, θετικά στοιχεία: τα ~ του εστιατορίου/του ξενοδοχείου. Στα ~ η καθαριότητα/η ποιότητα κατασκευής. (Κάτι) καταγράφεται στα ~ (κάποιου· πβ. προτέρημα). Θα εξετάσω τα ~ και τα πλην της πρότασης και θα σου απαντήσω. Πβ. αβαντάζ.|| Το νέο μου σπίτι έχει το ~ ότι είναι κοντά στη στάση του μετρό. ΣΥΝ. ατού (1) ΑΝΤ. μείον (2) ● ΣΥΜΠΛ.: συν-πλην (σύμβ. ±):Το περιθώριο στατιστικού λάθους/ποσοστό απόκλισης είναι ~ ~ ... %. ● ΦΡ.: μεταξύ (των) άλλων βλ. άλλος, συν Αθηνά και χείρα κίνει βλ. χειρ, συν γυναιξί και τέκνοις βλ. γυνή, συν Θεώ βλ. θεός, συν τω χρόνω βλ. χρόνος [< 1: αρχ. σύν 2: γαλλ. plus]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.