Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλησιάζω πλη-σι-ά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πλησία-σα, πλησιά-σει, (σπάν.) -στηκε, -στεί, πλησιάζ-οντας} 1. πηγαίνω κοντά σε κάποιον ή κάτι: Την ~σε και της έδωσε κάτι.|| ~σε προς το μέρος τους/στο τραπέζι. Πλησιάστε, παρακαλώ (= ελάτε κοντά)!|| Το πλοίο ~σε (σ)το λιμάνι (ΑΝΤ. ξεμακραίνω). Βλ. πολυ~. ΣΥΝ. ζυγώνω, σιμώνω ΑΝΤ. απομακρύνομαι (1) 2. (μτφ.) είμαι πολύ κοντά, βρίσκομαι σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση: ~ουν την κορυφή/το όριο της φτώχειας/τον στόχο τους.|| ~ουν προς το/στο τέρμα. Έχουν ~σει σε συμφωνία. Πβ. συγκλίνω. ΣΥΝ. αγγίζω (2) 3. (μτφ.) προσεγγίζω κάποιον (ή κάτι), συνήθ. με σκοπό ανάπτυξης σχέσης: Την ~σε ερωτικά. Δεν ~εται εύκολα (: είναι απόμακρος).|| Όλα είναι πανάκριβα, δεν ~ονται (: είναι απλησίαστα). 4. (μτφ.) κοντεύω χρονικά: ~ τα τριάντα. Η μεγάλη ώρα ~ει (= κοντοζυγώνει). ~ουν οι διακοπές/μεσάνυχτα/νέες αυξήσεις. 5. (μτφ.) μοιάζω, είμαι παραπλήσιος με κάποιον ή κάτι: Ταινία που ~ει το ύφος των ταινιών τρόμου.|| ~ουν (πολύ) στον χαρακτήρα.πλησιάζει (μτφ.): είναι σχεδόν …, προσεγγίζει: Το ποσοστό συμμετοχής ~ το ... %. Η αξία των συναλλαγών ~σε τα ... εκατομμύρια ευρώ. (πβ. αγγίζει, φτάνει).|| ~ το χρώμα του λεμονιού. [< αρχ. πλησιάζω, γαλλ. approcher]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.