πλησιάζω πλη-σι-ά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πλησία-σα, πλησιά-σει, (σπάν.) -στηκε, -στεί, πλησιάζ-οντας} 1. πηγαίνω κοντά σε κάποιον ή κάτι: Την ~σε και της έδωσε κάτι.|| ~σε προς το μέρος τους/στο τραπέζι. Πλησιάστε, παρακαλώ (= ελάτε κοντά)!|| Το πλοίο ~σε (σ)το λιμάνι (ΑΝΤ. ξεμακραίνω). Βλ. πολυ~. ΣΥΝ. ζυγώνω, σιμώνω ΑΝΤ. απομακρύνομαι (1) 2. (μτφ.) είμαι πολύ κοντά, βρίσκομαι σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση: ~ουν την κορυφή/το όριο της φτώχειας/τον στόχο τους.|| ~ουν προς το/στο τέρμα. Έχουν ~σει σε συμφωνία. Πβ. συγκλίνω. ΣΥΝ. αγγίζω (2) 3. (μτφ.) προσεγγίζω κάποιον (ή κάτι), συνήθ. με σκοπό ανάπτυξης σχέσης: Την ~σε ερωτικά. Δεν ~εται εύκολα (: είναι απόμακρος).|| Όλα είναι πανάκριβα, δεν ~ονται (: είναι απλησίαστα).4. (μτφ.) κοντεύω χρονικά: ~ τα τριάντα. Η μεγάλη ώρα ~ει (= κοντοζυγώνει). ~ουν οι διακοπές/μεσάνυχτα/νέες αυξήσεις.5. (μτφ.) μοιάζω, είμαι παραπλήσιος με κάποιον ή κάτι: Ταινία που ~ει το ύφος των ταινιών τρόμου.|| ~ουν (πολύ) στον χαρακτήρα. ● πλησιάζει (μτφ.): είναι σχεδόν …, προσεγγίζει: Το ποσοστό συμμετοχής ~ το ... %. Η αξία των συναλλαγών ~σε τα ... εκατομμύρια ευρώ. (πβ. αγγίζει, φτάνει).|| ~ το χρώμα του λεμονιού. [< αρχ. πλησιάζω, γαλλ. approcher]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.