Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλουραλιστικός , ή, ό πλου-ρα-λι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον πλουραλισμό: ~ή: δημοκρατία/ενημέρωση/κοινωνία. Πβ. πολυσυλλεκτικός, πολυφωνικός.|| (ΦΙΛΟΣ.) ΑΝΤ. μονιστικός. Βλ. δυϊστικός. ● επίρρ.: πλουραλιστικά [< γαλλ. pluraliste]

δυϊστικός

δυϊστικός, ή, ό δυ-ϊ-στι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που αναφέρεται στον δυϊσμό: ~ό: σύστημα. ~ές: θεωρίες. Βλ. μανιχαϊστικός. ΑΝΤ. μονιστικός [< γαλλ. dualiste]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.