Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλουτίζω πλου-τί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πλούτι-σε, -σει, πλουτίζ-οντας} ΑΝΤ. φτωχαίνω 1. γίνομαι πλούσιος. Πβ. θησαυρίζω. 2. κάνω κάποιον πλούσιο· εμπλουτίζω: (μτφ.) ~ει τις γνώσεις/το λεξιλόγιό του. Πβ. αυξάνω, διευρύνω, επεκτείνω. [< αρχ. πλουτίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.