Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πλούτος [πλοῦτος] πλού-τος ουσ. (αρσ.) {πληθ. πλούτ-η (τα)} 1. πολλά χρήματα και υλικά αγαθά· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) πολυτέλεια, χλιδή: αύξηση του ~ου. Δημιουργία/επίδειξη/πηγή/συγκέντρωση/σύμβολο ~ου. Έντιμος/τίμιος ~. Mεγιστάνες του ~ου.|| Aμέτρητα/αμύθητα ~η. Δίψα/πόθος για ~η και δόξα/δύναμη. Αποκτώ/συσσωρεύω ~η. Πβ. περιουσία, υπάρχοντα.|| Ο δημόσιος/κοινωνικός/παγκόσμιος ~.|| Ζει/μεγάλωσε (μέσα) στα ~η. Ο ~ της διακόσμησης. ΑΝΤ. φτώχεια (1) 2. (μτφ.) αφθονία, πληθώρα, ποικιλία: γλωσσικός/εκφραστικός/εσωτερικός/πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~. Δημιουργείται (ένας) ~ εικόνων. Έχει (έναν) ~ο γνώσεων/εμπειριών.|| Ο ~ μιας βιβλιοθήκης/της λαϊκής παράδοσης/των συλλογών (ενός μουσείου). Μέσα από έναν ~ο πηγών. 3. (μτφ.) πολύτιμα ή εκμεταλλεύσιμα αγαθά που αποτελούν κτήμα ενός λαού και συνήθ. χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αναγκών του: ανεξάντλητος ~. Ο αρχαιολογικός/γεωλογικός/δασικός/ενεργειακός/θαλάσσιος/περιβαλλοντικός/πετρελαϊκός/πολιτιστικός/υδάτινος/φυσικός (βλ. χλωρίδα) ~ μιας χώρας. Ο ~ του (υπ)εδάφους μιας περιοχής. Πβ. κεφάλαιο, πόροι. ΣΥΝ. θησαυρός1 (3) ● ΣΥΜΠΛ.: εθνικός πλούτος βλ. εθνικός, κατανομή/διανομή του πλούτου βλ. κατανομή, ορυκτός πλούτος βλ. ορυκτός ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς βλ. μισώ [< αρχ. πλοῦτος, γαλλ. richesse]

εθνικός

εθνικός, ή, ό [ἐθνικός] ε-θνι-κός επίθ.: που αναφέρεται ή ανήκει στο έθνος ή το κράτος: ~ός: διάλογος (για την παιδεία)/ευεργέτης/ηγέτης/ήρωας/κίνδυνος/ποιητής/στρατός. ~ή: αγορά (ΑΝΤ. διεθνής, ξένος, παγκόσμιος)/ανεξαρτησία/ασφάλεια/ενότητα/εορτή/επέτειος/μειονότητα (= εθνοτική)/ομοψυχία/πολιτική/στρατηγική/συνείδηση (ΑΝΤ. οικουμενικός)/ταυτότητα/τραγωδία/υπερηφάνεια. ~ό: δίκτυο (: επαρχιακό, οδικό, τοπικό)/νόμισμα/συμβούλιο/συμφέρον (βλ. κοινό. ΑΝΤ. υπερεθνικό)/σχέδιο (δράσης).|| (που ανήκει στο κράτος) ~ή: βιβλιοθήκη/χρηματοδότηση (ΑΝΤ. ιδιωτικός). ~ό: θέατρο/ινστιτούτο (μελετών)/λαχείο/μουσείο. Πβ. κρατικός. Βλ. αντ~, μετα~, παν~, πολυ~. ● Ουσ.: Εθνικοί (οι): ΙΣΤ. (κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο) οι ειδωλολάτρες. ● επίρρ.: εθνικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: Α'/Β'/Γ'/Δ' Εθνική (Κατηγορία) (παλαιότ.): ΑΘΛ. κατάταξη ομάδων σε κατηγορίες με βαθμολογικά κριτήρια: Α' Εθνική (= σούπερ λίγκα)., εθνικά (ονόματα): ΓΡΑΜΜ. ουσιαστικά και επίθετα που δηλώνουν το πρόσωπο που κατοικεί σε έναν τόπο, κατάγεται από αυτόν ή ανήκει σε ένα έθνος (π.χ. Αθηναίος, Θεσσαλονικιός, Κρητικός, Γάλλος). Πβ. πατριδωνυμικό., Εθνική (Ομάδα): ΑΘΛ. που αποτελείται από τους επίλεκτους παίκτες ενός αθλήματος, οι οποίοι εκπροσωπούν τη χώρα τους σε διεθνείς αθλητικούς αγώνες: ~ ~ Ανδρών/Ελπίδων/Νέων/Παίδων. ΣΥΝ. αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, εθνικός πλούτος: το σύνολο των αγαθών ενός κράτους: Το νερό αποτελεί ~ό ~ο., (Εθνική) Αντίσταση βλ. αντίσταση, (Εθνική) Μετεωρολογική Υπηρεσία βλ. μετεωρολογικός, (εθνικός) εναέριος χώρος βλ. εναέριος, ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, δημόσιο/εθνικό χρέος βλ. χρέος, εθνική αντιπροσωπεία βλ. αντιπροσωπεία, εθνική δαπάνη βλ. δαπάνη, εθνική εκκαθάριση/κάθαρση βλ. εκκαθάριση, εθνική κυριαρχία βλ. κυριαρχία, εθνική μειοδοσία βλ. μειοδοσία, εθνική οδός βλ. οδός, εθνική ολοκλήρωση βλ. ολοκλήρωση, Εθνική Συνέλευση βλ. συνέλευση, εθνικό εισόδημα βλ. εισόδημα, εθνικό κεφάλαιο βλ. κεφάλαιο, Εθνικό Κτηματολόγιο βλ. κτηματολόγιο, εθνικό πάρκο βλ. πάρκο, Εθνικό Σημείο Επαφής βλ. επαφή, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας βλ. συμβούλιο, Εθνικό Τυπογραφείο βλ. τυπογραφείο, εθνικοί πόροι βλ. πόρος, εθνικός δρυμός βλ. δρυμός, Εθνικός Οργανισμός Εργασίας βλ. οργανισμός, εθνικός ύμνος βλ. ύμνος, η εθνική/η ελληνική παλιγγενεσία βλ. παλιγγενεσία, καθαρό εθνικό προϊόν βλ. προϊόν, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας βλ. κυβέρνηση [< μτγν. ἐθνικός, ιταλ. nazionale, γαλλ.-αγγλ. national]

κατανομή

κατανομή κα-τα-νο-μή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατανέμω: γεωγραφική/δίκαιη/θεματική/περιφερειακή/προγραμματική/συμπληρωματική/χωροταξική ~. Κατακόρυφη/οριζόντια ~. ~ αρμοδιοτήτων/δαπανών/θέσεων/καθηκόντων/πληθυσμού. (ΟΙΚΟΝ.) ~ αγαθών. ~ του χρόνου/των ωρών (ενός προγράμματος). Σχέδιο ~ής (προϋπολογισμού). (ειδικότ., σε εκλογές) Αναλογική ~ (βουλευτικών) εδρών. Πβ. διαχωρισμός, δια-, επι-, κατα-μερισμός, μοίρασμα. Βλ. ανα~, (αν)ισο~.|| (ΜΑΘ.-ΣΤΑΤΙΣΤ.) Αθροιστική/γεωμετρική/διακριτή/διωνυμική/εκθετική/ομοιόμορφη ~. ~ δείγματος/πιθανοτήτων. Συνάρτηση ~ής. Εμπειρικές ~ές συχνοτήτων μιας μεταβλητής. (Α)συνεχείς ~ές. Πβ. διασπορά. ● ΣΥΜΠΛ.: κατανομή/διανομή του πλούτου : ΟΙΚΟΝ. ο τρόπος με τον οποίο είναι κατανεμημένος ο πλούτος στις διάφορες κοινωνικές ομάδες ή ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες: Άνιση ~ ~. [< μτγν. κατανομή 'βοσκή', γαλλ. répartition, distribution]

κολυμπώ

κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

μισώ

μισώ [μισῶ] μι-σώ ρ. (μτβ.) {μισ-είς ... | μίσ-ησα, -ήσει, -είται κ. -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας}: νιώθω μίσος για κάποιον ή κάτι: ~ούσαν θανάσιμα ο ένας τον άλλο.|| ~ την αδικία/την υποκρισία/το ψέμα. Πβ. απεχθάν-, αποστρέφ-, εχθρεύ-, σιχαίν-ομαι. ΑΝΤ. αγαπώ (1) ● ΦΡ.: ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης: μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν αρέσει σε σένα., τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς (γνωμ.): για να δηλωθεί η υπεροχή της φήμης έναντι του πλούτου. [< αρχ. μισῶ]

ορυκτός

ορυκτός, ή, ό [ὀρυκτός] ο-ρυ-κτός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με τα ορυκτά ή προέρχεται από αυτά: ~ός: άνθρακας (= γαιάνθρακας). ~ή: μάζα/πίσσα/σύνθεση/ψηφίδα. ~ό: αλάτι/γυαλί/κρύσταλλο. ~οί: πόροι. ~ές: ίνες/ουσίες/πέτρες/πηγές (ενέργειας)/πρώτες ύλες/σκόνες. ~ά: άλατα/καύσιμα (π.χ. λιθάνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο)/λάδια/υλικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ορυκτός πλούτος: τα αξιοποιήσιμα ορυκτά μιας περιοχής ή χώρας: (υπο)θαλάσσιος ~ ~. Αποθέματα ~ού ~ου., αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο [< αρχ. ὀρυκτός ‘σκαμμένος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.