Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πνευμονοκονίωση πνευ-μο-νο-κο-νί-ω-ση ουσ. (θηλ.) & πνευμονοκονίαση: ΙΑΤΡ. γενική ονομασία εκφυλιστικών επαγγελματικών νόσων των πνευμόνων, που οφείλονται στην εισπνοή μεταλλικών ή ορυκτών σωματιδίων: ~ των ανθρακωρύχων (βλ. ανθράκωση). ~ αμιάντου (βλ. αμιάντωση). Βλ. πυριτίαση, σιδήρωση. [< γαλλ. pneumoconiose, αγγλ. pneumoconiosis]

πυριτίαση

πυριτίαση πυ-ρι-τί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πνευμονοκονίωση που προκαλείται από την εισπνοή σκόνης πυριτίου, η οποία διεισδύει στους πνεύμονες. Βλ. ανθράκωση, -ίαση. [< αγγλ. silicosis, γαλλ. silicose, 1945]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.