αποφρακτικός, ή, ό [ἀποφρακτικός] α-πο-φρα-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την απόφραξη: (ΙΑΤΡ.) ~ός: ειλεός/ίκτερος. ~ή: άπνοια (βλ. υπνική άπνοια)/λαρυγγίτιδα/νόσος.|| ~ό: μηχάνημα/όργανο/όχημα/υγρό (ΑΝΤ. εμφρακτικό). (ως ουσ.) ~ό (ενν. προϊόν) αποχετεύσεων/νιπτήρων/τουαλέτας σε σκόνη (: που ξεβουλώνει). ● ΣΥΜΠΛ.: χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια: ΙΑΤΡ. πάθηση του αναπνευστικού συστήματος με κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της ροής του αέρα στους πνεύμονες και κατά συνέπεια τη δυσχέρεια στην εισπνοή και την εκπνοή. Βλ. ΧΑΠ. [< αγγλ. chronic obstructive pulmonary disease] [< μεσν. αποφρακτικός, γαλλ. obstructif]
-πάθεια
-πάθεια(λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. πάθηση: αδενο~/δισκο~/ηπατο~/καρδιο~/μυο~/νεφρο~/ψυχο~.2. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: ευ~/ηττο~/μετριο~/μυστικο~/ωραιο~. Bλ. -παθής.3. συναισθήματα, συνήθ. για άτομο: αντι~/συμ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.