Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πνευμονοπάθεια πνευ-μο-νο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ασθένεια των πνευμόνων: διάχυτες διάμεσες ~ες. Βλ. -πάθεια. ● ΣΥΜΠΛ.: χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια βλ. αποφρακτικός [< γαλλ. pneumopathie, 1912]

αποφρακτικός

αποφρακτικός, ή, ό [ἀποφρακτικός] α-πο-φρα-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την απόφραξη: (ΙΑΤΡ.) ~ός: ειλεός/ίκτερος. ~ή: άπνοια (βλ. υπνική άπνοια)/λαρυγγίτιδα/νόσος.|| ~ό: μηχάνημα/όργανο/όχημα/υγρό (ΑΝΤ. εμφρακτικό). (ως ουσ.) ~ό (ενν. προϊόν) αποχετεύσεων/νιπτήρων/τουαλέτας σε σκόνη (: που ξεβουλώνει). ● ΣΥΜΠΛ.: χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια: ΙΑΤΡ. πάθηση του αναπνευστικού συστήματος με κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της ροής του αέρα στους πνεύμονες και κατά συνέπεια τη δυσχέρεια στην εισπνοή και την εκπνοή. Βλ. ΧΑΠ. [< αγγλ. chronic obstructive pulmonary disease] [< μεσν. αποφρακτικός, γαλλ. obstructif]

-πάθεια

-πάθεια(λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. πάθηση: αδενο~/δισκο~/ηπατο~/καρδιο~/μυο~/νεφρο~/ψυχο~. 2. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: ευ~/ηττο~/μετριο~/μυστικο~/ωραιο~. Bλ. -παθής. 3. συναισθήματα, συνήθ. για άτομο: αντι~/συμ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.