Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πνευστός , ή, ό πνευ-στός επίθ. (λόγ.): φουσκωτός: ~ή: μηχανοκίνητη λέμβος/σχεδία. ~ό: σκάφος. ● Ουσ.: πνευστά (τα): ΜΟΥΣ. μουσικά όργανα που παράγουν ήχο μέσω της εκπνοής αέρα: παραδοσιακά/ξύλινα (βλ. κλαρινέτο, όμποε, φλάουτο)/χάλκινα (βλ. κορνέτα, κόρνο, σαξόφωνο, τούμπα2, τρομπέτα, τρομπόνι) ~. Μπάντα/ορχήστρα ~ών. Βλ. έγχορδα, κρουστά. [< γερμ. Blasinstrumente] [< μτγν. πνευστός]

κλαρινέτο

κλαρινέτο κλα-ρι-νέ-το ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. πνευστό όργανο συνήθ. από ξύλο, που αποτελείται από επιστόμιο με μονό γλωσσίδι, σωληνωτό τμήμα με κλειδιά και οπές (για τα δάκτυλα) και καμπάνα: μπάσο ~. Σόλο ~. Πβ. κλαρίνο. Βλ. μαντούρα, σαξόφωνο, φλάουτο, φλογέρα. [< ιταλ. clarinetto, γαλλ. clarinette]

κορνέτα

κορνέτα κορ-νέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. χάλκινο πνευστό όργανο με τρεις βαλβίδες, που μοιάζει με τρομπέτα, αλλά είναι πιο κοντό και έχει μεγαλύτερο το κωνικό τμήμα του ηχητικού του σωλήνα: επιστόμιο ~ας. Βλ. -έτα, μπάντα. ΣΥΝ. κορνέτο (1) [< ιταλ. cornetta, γαλλ. cornet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.