Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πνιγμονή πνιγ-μο-νή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. απόφραξη των αεραγωγών του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος και πρόκληση ασφυξίας: ~ από κατάποση τροφής. Επεισόδιο ~ής. Πβ. πνιγμός. Βλ. απαγχον-, στραγγαλ-ισμός. [< μτγν. πνιγμονή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.